Παραινετικά

Ἡ τήρησις τῆς κανονικῆς τάξεως κατὰ τὰς πάρ΄ Ἐνορίαν καὶ ἐν Μοναστηρίοις Ἱεροπραξίας

Ε Ι Σ Η Γ Η Σ Ι Σ

Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου Στὴν ΣΤ’ Πανελλήνια Ἱερὰ Σύναξη Κληρικῶν τῆς Ἐκκλησίας Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος

Κηφισίαν Ἀττικῆς, 10/23 Μαΐου 2019

 

 

Μακαριώτατε Πάτερ καὶ Δέσποτα, Ἀρχιεπίσκοπε τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος, κ. Καλλίνικε,

Σεβασμιώτατοι, Θεοφιλέστατοι, Ἅγιοι ἀδελφοὶ Ἀρχιερεῖς,
Τίμιον Πρεσβυτέριον,
Διακονία τοῦ Χριστοῦ,
Χριστὸς Ἀνέστη!


Ἀναστὰς Ἰησοῦς Χριστὸς ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν.
ἱδρυθεῖσα κατὰ τὴ νέα περίοδο τῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητας, τἡ μετὰ Χριστόν, ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας ἀποτελοῦμε μέλη καὶ τὴν ὁποία μὲ πίστη καὶ αὐταπάρνηση συνειδητὰ ὑπηρετοῦμε, εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Σῶμα ἑνωμένο καὶ ἀπολύτως ἐξαρτώμενο ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο, ἐξαρτώμενο δὲ τόσο, ὅσο τὸ σῶμα ἀπὸ τὴν Κεφαλὴ «καὶ αὐτὸς ἐστιν ἡ κεφαλὴ τοῦ σώματος τῆς ἐκκλησίας»,(1) «ὑμεῖς δὲ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους»(2).

«ζωὴ» τῆς Ἐκκλησίας συνεπῶς -ὡς Σῶμα Χριστοῦ καὶ σὲ τέλεια ἑνότητα μαζί Του- εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ζωή. Καὶ ἐφόσον ἡ ὕπαρξη τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἑνωμένη καὶ ἀδιάσπαστη καὶ ὁμοούσια μὲ αὐτὴν τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τότε καὶ ἡ ἐν Χριστῷ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι καὶ ζωὴ ἐν Ἁγίᾳ Τριάδι.

Ἐκκλησία ἑπομένως, ἡ ζῶσα, ποὺ ἱστορικῶς καὶ οὐσιαστικῶς ἐγκαινιάστηκε μὲ τὴν σάρκωση καὶ ἔλευση τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀποτελεῖ Ὀργανισμὸ «ζωντανό», ἡ εὔρυθμη λειτουργία τοῦ ὁποίου ὑπόκειται σὲ κανόνες ποὺ πρῶτος ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς ἄφησε.

Ἐκκλησία, διατηρήθηκε -ἐπὶ γῆς- μετὰ τὴν Σταύρωση, Ἀνάσταση καὶ Ἀνάληψή Του, διότι Αὐτὴν ἄφησε καὶ βάσισε ὁ Ἴδιος ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητές Του καὶ Ἀποστόλους «Κἀγὼ δέ σοι λέγω ὅτι σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν»(3) λέγοντάς τους ῥητῶς «Ὁ ἀκούων ὑμῶν ἐμοῦ ἀκούει, καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς (δηλ. τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς διαδόχους αὐτῶν), ἐμὲ ἀθετεῖ»,(4) ἐπιτρέποντας καὶ φανερώνοντας ἔτσι τὴ «μεταβίβαση» τῆς ἐξουσίας Του ἀπὸ τὸν Ἴδιο, σὲ αὐτούς. Ἡ συνέχεια τῆς Ἐκκλησίας, διὰ τῆς ὁποίας ἐκφράζεται τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, διασφαλίστηκε ἔκτοτε μὲ τὴν ὑπακοὴ εἰς τὸν λόγον αὐτὸν τοῦ Κυρίου καὶ εἰς τοὺς φωτιζομένους ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος(5) καὶ διὰ τοῦ Ἀποστολικοῦ ἀξιώματος μαθητὲς καὶ διάδοχους αὐτῶν, Ἐπισκόπους καὶ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χαρισματικὸ καὶ Ἱεραρχικό καὶ ἰσχύει καὶ ὑφίσταται ὡς «Δίκαιο» ἀποτελούμενο ἀπὸ Κανόνες ἀπαράβατους, ἐφάμιλλους σὲ ἀξία καὶ ἰσχὺ μὲ τὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου, θεσπισμένους ἀπὸ τοὺς μεταγενέστερούς των Εὐαγγελιστῶν, Ἁγίους Θεοφόρους Πατέρες κι ἀπὸ τὶς -σὺν Θεῷ- συνελεύσεις αὐτῶν, τὰ ἀνώτερα στὴν Ἱεραρχία Ὄργανα, τὶς Ἁγίες Οἰκουμενικὲς καὶ Τοπικὲς Συνόδους. Ἡ Ἐκκλησία συμπερασματικά, ὡς Σῶμα Χριστοῦ, ἡ ζωὴ τῆς ὁποίας ἐν Ἁγίᾳ Τριάδι τελεῖ, ἀλλὰ καὶ ὡς Σῶμα Ἱεραρχικό, μέσω τῆς ὁποίας πραγματώνεται τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἡ σωτηρία καὶ ὁ ἁγιασμὸς δηλ. τῶν μελῶν της, διότι «τοῦτο γὰρ ἐστι θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἁγιασμὸς ὑμῶν»(6), διέπεται ἀπὸ Κανόνες, ἡ τήρηση τῶν ὁποίων διασφαλίζει τὸν στόχο καὶ τὸν σκοπὸ τῆς ὑπάρξεώς Της. Ἀντιθέτως, ἡ μὴ τήρηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας συνιστᾶ ἀνυπακοή, ἐνέργεια μὴ συμβατὴ μὲ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ὁδηγεῖ στὸ ἐντελῶς ἀντίθετο ἀποτέλεσμα, τὴν τραγικὴ ἀπώλεια.

Γιὰ νὰ ἀποτελοῦμε μέλη τοῦ μυστηριακοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ κλήματα τῆς ἀμπέλου, ὅπως Ἐκεῖνος μᾶς διαβεβαίωσε «ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τὰ κλήματα»(7), ὀφείλουμε νὰ ἐπιδεικνύουμε σεβασμὸ εἰς τὴν Ἱεραρχία, τὶς Ἱερὲς Συνόδους καὶ τὶς Ἀποφάσεις τους, τὸν Ἀρχιεπίσκοπο καὶ τοὺς Ἐπισκόπους, ὅπως οἱ Ἱεροὶ Κανόνες ὁρίζουν. Νὰ λειτουργοῦμε καὶ νὰ ὑφιστάμεθα σὲ πλήρη ἑνότητα, συνεργασία, τάξη καὶ ἁρμονία, τόσο ὡς Σῶμα συνολικά, ὅσο καὶ ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἰδικά. Ἡ τήρηση τῆς τάξεως καὶ ἡ συνοχὴ αὐτὴ εἶναι ποὺ καθιστᾶ τὰ μέλη «ἐντὸς» Ἐκκλησίας καὶ ὡς ἐκ τούτου «καρποφόρα» «Ὁ μένων ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει καρπὸν πολύν…». Ἡ ἀνυπακοὴ ὡστόσο στοὺς θεσπισμένους -ὑπὸ τῶν Πατέρων- Ἱεροὺς Κανόνες καὶ συνεπῶς ἡ διατάραξη τῆς τάξεως ἀπομακρύνει τὸ μέλος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία «…ὅτι χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν…» φέρει βλαπτικὰ -γιὰ τὸ σύνολο- ἀποτελέσματα, ὀλέθρια δὲ γιὰ τὸ ἴδιο τὸ μέλος, τὸ ὁποῖο καὶ ἀποκόπτεται «πᾶν κλῆμα ἐν ἐμοὶ μὴ φέρον καρπόν, καθαίρει αὐτὸ (...) καὶ εἰς τὸ πῦρ βάλλουσι καὶ καίεται»(7).

Οἱ Κανόνες αὐτοὶ τῆς Ἐκκλησίας ἀπευθύνονται σὲ ὅλους, τοὺς εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος βαπτισμένους Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, πρωτίστως δὲ σὲ ἐμᾶς, τοὺς Ἀρχιερεῖς, τοὺς Πρεσβυτέρους καὶ Ἱερομονάχους, τοὺς Διακόνους καὶ Ἱεροδιακόνους, τὸ σύνολο δηλ. τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου, καθὼς καὶ στὰ μέλη τῶν Ὀργάνων τῶν Διοικητικῶν τῶν δομῶν τῆς Ἐκκλησίας, τὰ Ἡγουμενοσυμβούλια, τὶς ἀδελφότητες καὶ τὰ μέλη τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Συμβουλίων τῶν Ἐνοριῶν. Ἡ ὑπακοὴ στοὺς Ἱεροὺς Κανόνες «ἀδιακρίτως» ἀφορᾶ ἀσφαλῶς καὶ κυρίως στὴν τήρηση τῆς κανονικῆς τάξεως στὶς ἐξ ἡμῶν, τῶν ρασοφόρων, Ἱεροπραξίες, στὶς κατὰ τόπους ἐνορίες σὲ ὅλο τὸ εὖρος τῶν Μητροπόλεων τῆς Ἐκκλησία μας, καθὼς καὶ στὶς Ἱερὲς Μονὲς παντὸς τύπου. Ὁ Κώδικας τῶν Ἱερῶν Κανόνων εἶναι γεμάτος κατευθύνσεις, περιορισμοὺς καὶ ἀπαγορεύσεις ποὺ φρουροῦν καὶ προφυλάσσουν τὴ σωτηρία τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας· εἶναι σαφὴς καὶ ξεκάθαρος γι’ αὐτοὺς ποὺ ἐπιθυμοῦν, ὄντως, τὸν Ἁγιασμό. Ὁ λόγος, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, γιὰ τὸν ὁποῖο γίνεται ἀναφορὰ στὸ ζήτημα αὐτό, εἶναι ἡ παρατήρηση «φαινομένων» στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας μας ποὺ ἔρχονται σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ ὅσα οἱ Κανόνες ὁρίζουν, καὶ τοὺς ὁποίους σήμερα Κληρικοὶ, φαίνεται νὰ μὴ λαμβάνουν ὑπόψη. Ἡ ἐπιμονὴ καὶ ἐμμονὴ τῶν παραβατῶν σὲ συγκεκριμένα παραπτώματα καὶ ἡ συχνότητα μὲ τὴν ὁποία ἐπαναλαμβάνονται -ἀπὸ τοὺς ἴδιους πάντα- καθιστοῦν τὰ «φαινόμενα» αὐτὰ ἀνησυχητικὰ καὶ ἐνίοτε ἐπικίνδυνα. Ἡ 39η διάταξη ἀπὸ τοὺς παραδοθέντες εἰς τὴν Ἐκκλησία ἐπ' ὀνόματι τῶν Ἁγίων καὶ Ἐνδόξων Ἀποστόλων, Ἱερῶν Κανόνων ἀναφέρει «Οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ διάκονοι ἄνευ γνώμης τοῦ ἐπισκόπου μηδὲν ἐπιτελείτωσαν, αὐτὸς γὰρ ἐστιν ὁ πεπιστευμένος τὸν λαὸν τοῦ Κυρίου καὶ τὸν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν αὐτῶν λόγον ἀπαιτηθησόμενος»(8). «Οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ διάκονοι (δηλ.) νὰ μὴν ἐνεργοῦν τίποτε χωρὶς τὴ γνώμη τοῦ Ἐπισκόπου, γιατί σ’ αὐτὸν ἔχει ἀνατεθεῖ ἡ εὐθύνη γιὰ τὸν λαὸ τοῦ Κυρίου καὶ ἀπὸ αὐτὸν θὰ ζητηθεῖ νὰ λογοδοτήσει γιὰ τὶς ψυχές τους». Κι ὅμως, Κληρικοὶ τῆς Ἐκκλησίας μας ἀψηφώντας τοὺς Κανόνες ἐνεργοῦν αὐτοβούλως, ἀποφασίζουν μόνοι καὶ πράττουν, ἐπιδεικνύοντας κατ’ ἐξακολούθηση ἀπείθεια πρὸς τὸν Ἐπίσκοπο ἀλλὰ καὶ πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο. Δροῦν ὡς μονάδες ἀποκεκομμένες, ὡσὰν αὐθεντίες, ἐπιβάλλουν καὶ ἐπιβάλλονται, χωρὶς τὴ γνώμη, ἀλλὰ καὶ χωρὶς κὰν ἐν γνώσῃ τοῦ Ἐπισκόπου -τὸν «εἰς τόπον καὶ εἰς τύπον Χριστοῦ»(9) σύμφωνα μὲ τὸν Ἀποστολοεπίσκοπο Ἅγιο Ἰγνάτιο τὸν Θεοφόρο- στὸν Ἐπίσκοπο λοιπὸν, στὸν ὁποῖον καὶ ἔχει ἀνατεθεῖ -ἄνωθεν- ἡ εὐθύνη γιὰ τὸν λαὸ τοῦ Κυρίου.

Συγκεκριμένα, ἔχουν παρατηρηθεῖ τὰ ἑξῆς φαινόμενα:

Ά) Κληρικοί, κινούμενοι αὐτοβούλως, μετακινοῦνται, ἐπισκέπτονται ἐνορίες, Μοναστήρια, συλλογικὰ ὄργανα ποὺ συνδέονται μὲ ἐνορίες, ὁμιλοῦν, κηρύττουν, λειτουργοῦν καὶ κάνουν Μυστήρια καὶ Ἀκολουθίες χωρὶς ἄδεια, χωρὶς εὐλογία, χωρὶς καμία ἀπολύτως ἐνημέρωση τῆς οἰκείας ἀρχῆς, τοῦ ἐπιχώριου δηλ. Ἐπισκόπου, παρακάμπτοντας ἔτσι τὴν κανονικὴ τάξη.

Β) Ἄλλοτε πάλι ταξιδεύουν ἐκτὸς ὁρίων τῆς Ἐπισκοπῆς, στὴν ὁποία ἀνήκουν, χωρὶς καμία γνώση τόσο τοῦ Ἐπισκόπου τους, ὅσο καὶ τοῦ ἐπιχώριου τῆς ἐπαρχίας στὴν ὁποία μεταβαίνουν. Ἐνίοτε οἱ ἐπισκέψεις ἔχουν διάρκεια ἢ γίνονται ἐξαιρετικὰ τακτικές, ἐπίσης χωρὶς εὐλογία.

Γ) Ὑπάρχουν φορὲς ποὺ οἱ ἐνέργειες αὐτές ἀφοροῦν σὲ Ἱερομονάχους ποὺ ἐξερχόμενοι τῶν Ἡσυχαστηρίων τους δὲν περιορίζονται μόνον στὶς χωρὶς εὐλογία Ἱεροπραξίες, Θεῖες Λειτουργίες καὶ Ἱερὲς Ἀκολουθίες, ἀλλὰ δὲν ἀναγνωρίζουν καὶ τὸν Ἡγούμενο ἢ τὴν Ἡγουμένη καὶ τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιο τῆς Μονῆς, τὴν ὁποία ἐπισκέπτονται, καθὼς καὶ τὶς Κανονικὲς ἁρμοδιότητες τοῦ Μητροπολίτου ἐπὶ τῆς Μονῆς. Ἀγνοώντας καὶ ἀδιαφορώντας γιὰ τὴν κανονικὴ τάξη προβαίνουν σὲ Κουρὲς Μοναχῶν ἢ Μοναζουσῶν καὶ ἀναλαμβάνουν ρόλους καὶ ἁρμοδιότητες εἴτε σὲ Μονὲς, εἴτε σὲ ἐνορίες, ποὺ οὐδεὶς τοὺς ἔχει ἀναθέσει.

Δ) Ἀντιστοίχως, περιστατικὰ παρατηροῦνται καὶ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν ἀδελφοτήτων καὶ τῶν Μοναχῶν ἢ Μοναζουσῶν, ποὺ προκαλοῦν ἢ ἐνισχύουν τέτοια «φαινόμενα», παραβαίνοντας τὶς ἀσκητικὲς διατάξεις τῶν Πατέρων(10), σύμφωνα μὲ τὶς ὁποῖες ἐθελουσίως θὰ ἔπρεπε νὰ συμμορφώνονται.

Ε) Ὑπάρχουν περιπτώσεις κατὰ τὶς ὁποῖες ὁμάδα Μοναζουσῶν ἢ μεμονωμένες μονάδες προκαλοῦν αὐτὰ τὰ φαινόμενα -ἐπηρεαζόμενες ἀπὸ τοὺς ἐπισκέπτες ρασοφόρους- ἐρχόμενες σὲ ῥήξη μὲ τὴν Ἡγουμένη ἢ τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιο, δημιουργώντας σοβαρὴ ἀναστάτωση καὶ προβλήματα στὴ λειτουργία τῶν Μοναστηριῶν.

ΣΤ) Ἐνίοτε πάλι -ἐπανερχόμαστε στοὺς Κληρικούς, Ἱερεῖς καὶ Ἱερομονάχους- μετακινούμενοι ἀπὸ πόλη σὲ πόλη παρεμβαίνουν ἀδιακρίτως σὲ ὑποθέσεις, ἐκκλησιαστικές, ἀκόμη καὶ κοσμικές, ἀναστατώνοντας τόσο τὰ Μοναστήρια καὶ τὶς ἐνορίες ἐσωτερικά, ὅσο καὶ τοπικὰ ἀλλὰ καὶ εὐρύτερα τὶς Μητροπόλεις.

Ζ) Σπανιότερα δὲ, καταντοῦν νὰ ἀναμειγνύονται τόσο, σὲ βαθμὸ ἐκτροχιασμοῦ, νὰ ἀναμοχλεύουν, νὰ περιπλέκουν, νὰ δημιουργοῦν προστριβὲς μεταξὺ Ἱερωμένων καὶ ποιμνίου, μεταξὺ Ἱερωμένων καὶ Ἐπισκόπων, νὰ διαδίδουν ψευδεῖς εἰδήσεις, νὰ συκοφαντοῦν, ἀκόμη καὶ νὰ φατριάζουν.

Η) Σταθερὰ δὲ αὐτοί, παραβαίνοντας τὶς προφορικὲς καὶ ἔγγραφες ἐντολὲς μέσω τῶν σχετικῶν ἐγκυκλίων, ἀρνοῦνται νὰ δεχθοῦν τὰ ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο διαταχθέντα.
Γνωρίζουμε ὅλοι, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, τὴ σημασία τῆς τήρησης τῆς τάξης καὶ τῆς ὑπακοῆς στοὺς Ἱεροὺς Κανόνες. Χωρὶς ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας καὶ τοῦ ἐπισήμου αὐτῆς Ὀργάνου, τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἢ ἄνευ εὐλογίας καὶ εὐχῆς Ἐπισκόπου, καὶ συγκεκριμένα τοῦ ἐπιχώριου Ἐπισκόπου, οὐδεμία ἐνέργεια μπορεῖ νὰ ἐφαρμοσθεῖ, νὰ ὑλοποιηθεῖ καὶ νὰ εὐδοκιμήσει στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Καμία ἀνεξαιρέτως ἐνέργεια δὲν μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθεῖ αὐτοβούλως εἴτε ἀπὸ ρασοφόρο, Κληρικὸ ἢ Μοναχὸ(-ὴ) εἴτε ἀπὸ λαϊκό. Πολὺ δὲ περισσότερο σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὶς Ἱεροπραξίες τῶν Κληρικῶν στοὺς κατὰ τόπους Ἱεροὺς Ναοὺς καὶ Ἱερὲς Μονές. Τὴν ἀπόλυτη πνευματικὴ εὐθύνη, καθοδήγηση καὶ ἐποπτεία γιὰ οἱαδήποτε Ἱεροπραξία -καὶ ὄχι μόνον- τελεῖται στὶς ἐνορίες καὶ στὰ Μοναστήρια ἀπὸ τοὺς Πρεσβυτέρους, Διακόνους καὶ τοὺς ἀσκοῦντες ἐν αὐτά, ἀνῆκε ἀνέκαθεν στὸν ἐπιχώριο Ἐπίσκοπο(11).

εροπραξίες ἢ ἄλλες ἐνέργειες ποὺ ὑπάγονται στὸ πλαίσιο τῆς ἐποπτείας καὶ εὐθύνης ἑνὸς Ἱεράρχου ἀπαιτοῦν καὶ προϋποθέτουν τὴν ἀπαραίτητη καὶ ἐπιβεβλημένη γιὰ τὴν τήρηση τῆς κανονικῆς τάξης διασφάλιση τῆς εὐλογημένης ἀδείας. Τὴν ἀλήθεια αὐτὴ ἐπιβεβαιώνουν οἱ Κανόνες τῶν Ἀποστόλων καὶ Ἁγίων Πατέρων, καθὼς καὶ σειρὰ ἀπὸ λεπτομερεῖς καὶ συγκεκριμένους Ἱεροὺς Κανόνες-ἀποφάσεις τῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας μας, κάποιους ἐκ τῶν ὁποίων -ἐνδεικτικὰ- ἐπικαλούμαστε (παρατίθενται ἑρμηνευμένοι):

Κανόνες τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Τοπικῆς Συνόδου

Κανὼν ΜΑ (41ος):
«Ὁ Ἱερωμένος δὲν πρέπει νὰ ταξιδεύει χωρὶς τὴν ἄδεια Ἐπισκόπου»(12).
Κανὼν ΜΒ (42ος):
«Οἱ Ἱερωμένοι δὲν πρέπει νὰ ταξιδεύουν χωρὶς «εἰρηνικὰ» καὶ «συστατικὰ» γράμματα» (13).
Κανὼν ΝΖ (57ος) ὁ ὁποῖος καταλήγει:
«… καὶ οἱ Πρεσβύτεροι νὰ μὴν κάνουν τίποτε χωρὶς τὴ γνώμη τοῦ Ἐπισκόπου»(14).

Κανόνες Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
Γιὰ τοὺς Ἱερομονάχους εἰδικὰ Κανὼν Δ' (4ος)
«Αὐτοὶ ποὺ ἀληθινὰ καὶ μὲ εἰλικρίνεια ἀκολουθοῦν τὸν μοναστικὸ βίο, νὰ θεωροῦνται ἄξιοι τιμῆς ποὺ τοὺς ἁρμόζει. Ἐπειδὴ ὅμως κάποιοι χρησιμοποιώντας τὴν ἰδιότητα τοῦ Μοναχοῦ περιοδεύουν χωρὶς εἰδικὴ ἐντολὴ στὶς πόλεις, καὶ διαταράσσουν τὶς ἐκκλησιαστικὲς καὶ τὶς κοσμικὲς ὑποθέσεις (…), ἀποφασίστηκε (…) ὅσοι σὲ κάθε πόλη καὶ χωριὸ εἶναι Μοναχοί, νὰ ὑποτάσσονται στὸν Ἐπίσκοπο καὶ νὰ ἀσπάζονται τὴν ἡσυχία καὶ νὰ προσέχουν μόνο στὴ νηστεία καὶ στὴν προσευχή, μένοντας καρτερικὰ στοὺς τόπους ποὺ τάχθηκαν ὡς Μοναχοί· καὶ νὰ μὴν παρενοχλοῦν ἐκκλησιαστικὲς ἢ κοσμικὲς ὑποθέσεις, οὔτε νὰ περιπλέκονται σ’ αὐτὲς ἐγκαταλείποντας τὰ Μοναστήρια τους, ἐκτός κι ἂν κάποτε τοὺς ἐπιτραπεῖ ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο τῆς πόλης ἐξαιτίας ἀνάγκης· (…) καὶ ὅποιος παραβαίνει αὐτὸν τὸν κανόνα μας, ὁρίσαμε νὰ εἶναι «ἀκοινώνητος», γιὰ νὰ μὴ βλασφημεῖται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἐπίσκοπος λοιπὸν τῆς πόλης πρέπει νὰ προνοεῖ γιὰ τὰ Μοναστήρια»(15).

Τὸ ἴδιο καὶ διὰ τοὺς Κληρικούς, Κανὼν Ε' (5ος):
«…ἀποφασίστηκε νὰ ἰσχύουν οἱ κανόνες ποὺ ὁρίστηκαν γι’ αὐτοὺς ἀπὸ τοὺς Ἁγίους πατέρες»(16).

Κανὼν Ἡ' (8ος):
«Οἱ Κληρικοὶ (…) νὰ παραμένουν σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων ὑπὸ τὴν ἐξουσία τῶν Ἐπισκόπων κάθε πόλης καὶ νὰ μὴν ἀποσκιρτοῦν ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπό τους μὲ αὐθάδεια. Κι ὅσοι λοιπὸν τολμοῦν νὰ ἀνατρέπουν αὐτὴ τὴ διάταξη μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο καὶ δὲν ὑποτάσσονται στὸν Ἐπίσκοπό τους, ἂν εἶναι Κληρικοί, νὰ ὑπόκεινται στὰ «ἐπιτίμια» τῶν Κανόνων· κι ἂν εἶναι Μοναχοὶ ἢ λαϊκοὶ νὰ μένουν «ἀκοινώνητοι»(17).

Κανὼν Ἰ' (10ος):
«Νὰ μὴν ἐπιτρέπεται ἕνας Κληρικὸς νὰ συγκαταλέγεται ταυτόχρονα σὲ Ἐκκλησίες δύο πόλεων, δηλαδὴ σ’αὐτὴν ποὺ ἀρχικὰ χειροτονήθηκε καὶ σ’ αὐτὴν ποὺ κατέφυγε (…). Ὅσοι λοιπὸν τὸ κάνουν αὐτὸ νὰ ἀποκαθίστανται στὴ δική τους Ἐκκλησία, στὴν ὁποία ἀρχικὰ χειροτονήθηκαν καὶ μόνο νὰ λειτουργοῦν. Ἂν ὅμως κάποιος μετατέθηκε κιόλας ἀπὸ μιὰ Ἐκκλησία σὲ ἄλλη, νὰ μὴν ἔχει καμία ἐπικοινωνία μὲ τὰ πράγματα τῆς προηγούμενης Ἐκκλησίας, (…). Καὶ ὅσοι τολμοῦν ὕστερα ἀπὸ τὸν κανόνα τῆς Μεγάλης καὶ Οἰκουμενικῆς αὐτῆς Συνόδου νὰ κάνουν κάτι ἀπ’ αὐτὰ ποὺ τώρα ἀπαγορεύονται, ἡ Ἁγία Σύνοδος ὅρισε νὰ καθαιροῦνται»(18).
Κανὼν ΙΓ' (13ος):
«Νὰ μὴν λειτουργοῦν μὲ κανένα τρόπο καὶ πουθενὰ ξένοι Κληρικοὶ καὶ ἀναγνῶστες σὲ ἄλλη πόλη χωρὶς «συστατικὲς» ἐπιστολὲς τοῦ Ἐπισκόπου τους»(19).
Κανὼν ΙΗ' (18ος):
«Τὸ ἔγκλημα τῆς συνομωσίας ἢ τοῦ φατριασμοῦ εἶναι ἀπαγορευμένο μὲ κάθε τρόπο ἀπὸ τοὺς πολιτικοὺς νόμους καὶ πολὺ περισσότερο βέβαια ταιριάζει νὰ ἀπαγορεύουμε νὰ γίνεται αὐτὸ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Ἂν λοιπὸν κάποιοι Κληρικοὶ ἢ Μοναχοὶ βρεθοῦν νὰ συνωμοτοῦν ἢ νὰ φατριάζουν ἢ νὰ ἐπιβουλεύονται Ἐπισκόπους ἢ συγκληρικούς τους, νὰ χάνουν ἐντελῶς τὸν βαθμό τους, νὰ καθαιροῦνται»(20).
Τὸ ἴδιο ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ τὸν (34ο) Κανόνα ΛΔ' τῆς Πενθέκτης Συνόδου ποὺ συμπλήρωσε τὸ ἔργο τῶν δύο προηγούμενων Συνόδων(21).

Κανόνες τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Τοπικῆς Συνόδου
Κανὼν Ε’(5ος):
«Ἂν κάποιος πρεσβύτερος ἢ διάκονος περιφρόνησε τὸν Ἐπίσκοπό του καὶ ἀποχωρίστηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ συνάθροισε τοὺς πιστοὺς ἰδιαίτερα καὶ οἰκοδόμησε θυσιαστήριο καὶ ἐνῶ τὸν κάλεσε ὁ Ἐπίσκοπος, δὲν πειθαρχεῖ καὶ δὲν θέλει νὰ δεχθεῖ τὴν γνώμη του, οὔτε νὰ τὸν ὑπακούει, ἂν καὶ τὸν καλεῖ καὶ μιὰ καὶ δυὸ φορές, αὐτὸς νὰ καθαιρεῖτε ὁλότελα καὶ νὰ μένει ἀθεράπευτος καὶ νὰ μὴν μπορεῖ νὰ πάρει τὸ ἀξίωμά του...»(22).

σον ἀφορᾶ στὶς Κουρὲς Μοναζουσῶν ἐπισημαίνεται στὶς ἐν Καρθαγένης Τοπικῆς Συνόδου ἀποφάσεις καὶ συγκεκριμένα στὸν (6ο), Κανὼν ΣΤ’:

«…καὶ ἡ καθιέρωση τῶν παρθένων κοριτσιῶν οὔτε νὰ ἐπιτρέπεται σὲ Πρεσβύτερο…»(23) ἢ τουλάχιστον, σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Νικόδημο, χωρὶς τὴν ἄδεια τοῦ Ἐπισκόπου».

Στὸ «Ὄροι κατ’ ἐπιτομὴν» ἀσκητικὸ σύγγραμμα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου(24) ποὺ ἀναφέρεται στὴν καθημερινὴ ζωὴ τῶν Μοναχῶν, ὁ Ἅγιος συμβουλεύει μὲ σαφήνεια καὶ εὐθύτητα αὐτὸ ποὺ καὶ μέσω ἐγκυκλίων τῆς Ἱερᾶς μας Συνόδου ἔχει κοινοποιηθεῖ συμβουλευτικὰ ἀρκετὲς φορές. «Οἱ Μοναχὲς νὰ ἐξομολογοῦνται στὴν Καθηγουμένη καὶ ὄχι ἀπευθείας εἰς τὸν Πνευματικὸ τῆς ἀδελφότητας. Ὁ Πνευματικὸς νὰ μὴν ἐξομολογεῖ καὶ νὰ μὴν συνδιαλέγεται ἰδιαιτέρως μὲ τὶς Μοναχές, ἀλλὰ παρουσίᾳ τῆς Ἡγουμένης, κι αὐτὸ ἐφόσον ἐκείνη τὸ κρίνει ἀπαραίτητο. Ἐννοεῖται ὅτι ὁ Πνευματικὸς ἐπιλέγεται ἀπὸ τὴν Ἡγουμένη τῆς Μονῆς, ὁ ὁποῖος καὶ ἀναλαμβάνει τὸ πνευματικὸ αὐτὸ ἔργο κατόπιν ἀδείας καὶ εὐχῆς τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου».

Τὸ «φαινόμενο» αὐτὸ τῆς ἀδιαφορίας γιὰ τοὺς Κανόνες ἢ τῆς δράσεως καὶ τοῦ κηρύγματος ὄχι ἐξ ὀνόματος τῆς Ἐκκλησίας, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, δὲν εἶναι τωρινό, ἀλλὰ ἀνέκαθεν ὑπαρκτό, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ κιόλας τῶν Ἀποστόλων(25). Ἀνάγκη λοιπὸν ἐπιβεβλημένη ἀποτέλεσε ἀπὸ τοὺς καιροὺς ἐκείνους, ὁ ὁρισμὸς Κανόνων, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου καὶ ἀνάλογα μὲ τὰ ζητήματα ποὺ ἀναφύονταν, συμπληρώνονταν -χωρὶς ποτὲ νὰ ἀλλοιώνονται- ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες.

Εἰδικὰ δὲ γιὰ τὴ θέση καὶ σχέση τοῦ Ἐπισκόπου μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ τοὺς Κληρικούς, οἱ Ἅγιοι Πατέρες δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ εἶναι πιὸ συγκεκριμένοι καὶ ξεκάθαροι:

«Ο Ἐπίσκοπος εἶναι στην Ἐκκλησία καὶ ἢ Ἐκκλησία στον Ἐπίσκοπο, κι ἂν κανεὶς δὲν εἶναι μὲ τον Ἐπίσκοπο, δὲν εἶναι καὶ μὲ την Ἐκκλησία»(26), ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Κυπριανός, θέση τὴν ὁποία ὑποστήριξε χρόνια πρὶν -ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε ὁ Θεοφόρος Πατέρας Ἅγιος Ἰγνάτιος, συμβουλέυοντας τοὺς Χριστιανοὺς νὰ μὴν πράττουν τίποτε χωρὶς τὴν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου «Πάντες τῷ Ἐπισκόπῳ ἀκολουθεῖτε, ὡς Ἰησοῦς Χριστὸς τῷ Πατρί, καὶ τῷ πρεσβυτερίῳ ὡς τοῖς ἀποστόλοις (…) Μηδεὶς χωρὶς τοῦ Ἐπισκόπου τί πρασσέτω τῶν ἀνηκόντων εἰς την Ἐκκλησίαν. Ἐκείνη βεβαία εὐχαριστία ἡγείσθω, ἡ ὑπὸ τὸν ἐπίσκοπον οὖσα ἢ ᾧ ἂν αὐτὸς ἐπιτρέψῃ. Ὅπου ἂν φανῇ ὁ ἐπίσκοπος, ἐκεῖ τὸ πλῆθος ἔστω, ὣσπερ ὃπου ἂν ᾖ Χριστὸς Ἰησοῦς, ἐκεῖ καί ἡ καθολικὴ Ἐκκλησία. Οὐκ ἐξὸν ἐστιν χωρὶς τοῦ Ἐπισκόπου οὔτε βαπτίζειν οὔτε ἀγάπην ποιεῖν· ἀλλ' ὁ ἂν ἐκεῖνος δοκιμάσῃ, τοῦτο καὶ τῷ Θεῷ εὐάρεστον, ἵνα ἀσφαλὲς ᾖ καὶ βέβαιον πᾶν ὃ πράσσετε»(27).

Καὶ συμπληρώνει τὸ ἰδιαιτέρως σημαντικὸ «Καλῶς ἔχει, Θεὸν καὶ Ἐπίσκοπον εἰδέναι, ὁ τιμῶν Ἐπίσκοπον ὑπὸ Θεοῦ τετίμηται· ὁ λάθρα Ἐπισκόπου τί πράσσων τῷ διαβόλῳ λατρεύει»(28).

Σὲ ἄλλη προτροπή του πάλι «΄Ὅσοι γὰρ Θεοῦ εἰσιν καὶ Ἰησοῦ Χριστοῦ, οὗτοι μετὰ τοῦ ἐπισκόπου εἰσὶν»(29). Τὸ ἱερὸ ἔργο καὶ ἡ ἀποστολὴ τοῦ Ἐπισκόπου προκύπτει κι ἀπὸ τὸν Βυζαντινὸ πολιτικὸ νόμο τοῦ 8ου αἱ. «Ἐπίσκοπος ἐστιν ἐπιτηρητὴς καὶ ἐπιμελητὴς πασῶν τῶν ἐκκλησιαζομένων ψυχῶν τῶν ἐν τῇ αὐτοῦ ἐπαρχία δύναμιν ἔχων τελεστικήν, Πρεσβυτέρου, Διακόνου καὶ Ἀναγνώστου καὶ Ψάλτου καὶ Μοναχοῦ» ἀποκαλύπτοντας τὴν πατρικὴ σχέση Ἐπισκόπου καὶ μέλους τῆς Ἐκκλησίας.

ντιστοίχως, σαφεῖς εἶναι οἱ Πατέρες ἀναφορικὰ μὲ τὴ θέση καὶ σχέση τοῦ Ἐπισκόπου μὲ τὶς Ἱερὲς Μονὲς τῆς περιφέρειας, τῆς ὁποίας ἔχει τὴν εὐθύνη. «Οὐδεὶς ποτὲ τὴν ἐαυτοῦ σάρκα ἐμίσησεν, ἂλλ ἐκτρέφει καὶ θάλπει αὐτήν, καθὼς καὶ ὁ Κύριος τὴν Ἐκκλησίαν»(30). Μὲ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο ὁ Ἐπίσκοπος προστατεύει καὶ μεριμνᾶ γιὰ τὰ Μοναστήρια καὶ τοὺς ἀσκοῦντες ἐν αὐτά. Ὁ Ἐπίσκοπος ἔχει τὴν εὐθύνη τόσο γιὰ τὴν ἵδρυση καὶ θεμελίωση μιᾶς Μονῆς, ὅσο καὶ γιὰ τὴ χειροθέτηση καὶ τοποθέτηση τοῦ Ἡγούμενου ἢ τῆς Ἡγουμένης, τὴ Χειροτονία καὶ τὴν ἀνάθεση πνευματικοῦ ἔργου στὸν Κληρικὸ γιὰ τὴν τέλεση τῶν Θείων Μυστηρίων καὶ τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν.

ἐπιμονὴ καὶ ἐμμονὴ μελῶν τῆς Ἐκκλησίας σὲ ἐνέργειες ποὺ ἀντιβαίνουν τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καθιστοῦν τὰ μέλη μὴ ὑγιῆ, συνεπῶς νοσηρὰ καὶ γι’ αὐτὸ βλαπτικὰ καὶ ἐπικίνδυνα γιὰ τὸ σύνολο τῆς Ἐκκλησίας. Στὴν περίπτωση αὐτὴ ἐπιδέχονται ἄμεσης καὶ δραστικῆς ἐπεμβάσεως, τόσο γιὰ τὴν θεραπεία τῶν ἴδιων, ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ κινδύνου ἀπὸ τὸ σύνολο. Αὐτὸ ὅμως προϋποθέτει τὴ δική τους συγκατάβαση. Οὐδέποτε θεραπεύεται ἀσθένεια, ὅταν ὁ ἀσθενὴς δὲν τὸ ἐπιθυμεῖ ἢ δὲν διορθώνεται ζημία, ὅταν δὲν ὑπάρχει ἐπίγνωση τῆς βλάβης. Ὅταν λοιπὸν τὸ μέλος δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ συμμορφωθεῖ μὲ τὰ ὁρισμένα ὑπὸ τῶν Ἁγίων Πατέρων, δὲν ὑπάρχει λύση ἐναλλακτικὴ, ἀπὸ τὴν ἀκαριαία καὶ ἀποφασιστικὴ ἀπομάκρυνση καὶ ἀποκοπή του ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Τόσο οἱ κατὰ τόπους ἐνοριακοὶ Ἱεροὶ Ναοί, ὅσο καὶ τὰ Μοναστήρια καὶ οἱ διοικοῦντες καὶ ὑπεύθυνοι καὶ ἀσκούμενοι σὲ αὐτὰ ὀφείλουν ὑποδειγματικὰ νὰ λειτουργοῦν σύμφωνα μὲ τὴν τάξη καὶ νὰ ἀποτελοῦν συνδεδεμένα ἁρμονικῶς καὶ ἀρρήκτως μέλη, συνεργαζόμενα ἀγαστά, σὲ σχέση μόνιμη καὶ ἐπικοινωνία καὶ ἕνωση μὲ τὸ ὑπόλοιπο Σῶμα, καὶ δὴ μὲ τὴν Κεφαλή, δηλαδὴ τὸν Ἐπίσκοπο, τὸν ἀπὸ τὸν Ἴδιο τὸν Κύριο ὁρισμένο καὶ προορισμένο γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό. Ἔτσι συνιστοῦν ὑγιῆ, ὠφέλιμα, ζωτικὰ καὶ ἀπαραίτητα μέλη τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ζώσας πνευματικῶς ἐν Ἁγίᾳ Τριάδι.

Πιστεύουμε, ἐλπίζουμε καὶ προσευχόμαστε, τόσο ὁ Ἱερὸς Κλῆρος, ὅσο καὶ οἱ Μοναχοί, ἀφιερωμένοι ἅπαντες διὰ βίου εἰς τὴν Ἐκκλησία, νὰ γνωρίζουν καλά, πὼς ἡ ἐπιλογή τους νὰ ἀκολουθήσουν αὐτὴ τὴν ὁδὸ ταυτίζεται μὲ τὴ συνειδητὴ καὶ ἐλεύθερη ἐπιλογὴ τῆς ὑπακοῆς στοὺς Ἱεροὺς Κανόνες· τῆς φοβερῆς αὐτῆς ἀρετῆς, τῆς ἄρρηκτα συνδεδεμένης μὲ τὴν ζωή.

Οἱ Κληρικοί, καθὼς καὶ οἱ Μοναχοὶ τῆς Ἐκκλησία μας -τὴν ὁποία ἔχουμε τὴν τιμὴ νὰ ὑπηρετοῦμε- εὐχόμαστε, ἐπιδιώκουμε καὶ προσπαθοῦμε νὰ ἀποτελοῦν πρότυπα συνεργασίας, ἡγετικὰ πνευματικὰ στελέχη στὶς κατὰ τόπους διακονίες, πεφωτισμένα μυαλά, ποὺ μὲ πραότητα, σεμνότητα, ὑπομονή, ταπεινοφροσύνη, σύνεση καὶ σοφία τηροῦν τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ τὴν τάξη καὶ προσφέρουν -σὺν Θεῷ- τὴ βοήθεια στὸν κόσμο τοῦτο. Αὐτὴ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἱκανοποίηση καὶ χαρά, ἀπὸ τὴν ὁποία ὁ Ἐπίσκοπος ἐνισχύεται, ἐνδυναμώνεται, στηρίζεται καὶ συνεχίζει νὰ θυσιάζεται, νὰ προσφέρει τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό, ὅπως ὁ γονιὸς μπροστὰ στὴν προκοπὴ καὶ καταξίωση τοῦ παιδιοῦ του. Εὐχὴ καὶ σκοπὸς τοῦ Ἐπισκόπου οἱ κατὰ τόπους ἐνοριακοὶ Ναοὶ καὶ Μονὲς καὶ οἱ ἁρμόδιοι αὐτῶν νὰ ἀποτελοῦν φάρους, ὁδοδεῖκτες καὶ ἀπάγκιο γιὰ τοὺς κοπιώδεις, τοὺς κουρασμένους συνανθρώπους μας ἀφενός, ἀφετέρου στολίδια, ἀγαπητὰ καὶ προσφιλῆ μέλη καὶ πρόσωπα, φορεῖς ψυχικῆς καὶ πνευματικῆς ὑγείας, ἡσυχίας, ἀνατάσεως, χρήσιμα, πρόθυμα νὰ θυσιαστοῦν στὸν δύσκολο ἀγώνα πρὸς τὸν Ἁγιασμό. «..ὁ Χριστὸς ἠγάπησε τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἐαυτὸν παρέδωκεν ὑπὲρ αὐτῆς, ἵνα αὐτὴν ἁγιάσῃ (...) ἵνα παραστήσῃ αὐτὴν ἐαυτῷ ἔνδοξον τὴν Ἐκκλησίαν, μὴ ἔχουσαν σπίλον ἢ ρυτίδα ἢ τί τῶν τοιούτων, ἂλλ ἵνα ἡ ἁγία καὶ ἄμωμος»(31). Τὴν ἔνδοξη, τὴν Ἁγία καὶ ἄμωμον αὐτὴ Ἐκκλησία ἀξιώνουμε καὶ προσευχόμαστε τόσο ἐμεῖς, ὅσο καὶ οἱ Κληρικοί μας, νὰ συνθέτουμε καὶ νὰ ὑπηρετοῦμε.

πακούετε στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν Πατέρων. Ἔχετε ἐμπιστοσύνη, ἐλευθερωθεῖτε, βοηθῆστε γιὰ νὰ βοηθηθεῖτε. «Ἀδελφοί μου, νὰ χαίρεστε, λέει ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν, νὰ προοδεύετε, νὰ παρηγορεῖτε καὶ νὰ συμπαραστέκεστε ὁ ἕνας στὸν ἄλλον, νὰ μὴν ἔχετε διαφωνίες, νὰ ἔχετε εἰρήνη καὶ ὁ Θεὸς ποὺ χαρίζει ἀγάπη καὶ εἰρήνη θὰ εἶναι μαζί σας»(32) ([καὶ συνεχίζει]) «Πείθεσθε στοὺς πνευματικοὺς προϊσταμένους σας καὶ νὰ ὑποτάσσεσθε τελείως σὲ αὐτούς, διότι αὐτοὶ ἀγρυπνοῦν γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν σας, ἐπειδὴ θὰ δώσουν λόγο εἰς τὸν Χριστὸ γιὰ αὐτές. Ὑπακούετέ τους, γιὰ νὰ ἐνθαρρύνονται ἀπὸ ἐσᾶς, ὥστε νὰ ἐκτελοῦν τὸ ἔργο αὐτὸ μὲ χαρὰ καὶ ὄχι μὲ στεναγμούς (…). Νὰ προσεύχεσθε γιὰ ἐμᾶς»(33).

 

*******************************************

Πηγὲς - Σημειώσεις:

(1) Πρὸς Κόλ. Α’ 18

(2) Πρὸς Κορ. Α', ΙΒ΄ 27 & Πρὸς Ρωμ. ΙΒ΄ 5

(3) Ματθ. ΙΣΤ΄ 18-19
(4) Λουκᾶ Ι 16
(5) Πρὸς Ρωμ. ΙΒ΄ 3
(6) Πρὸς Ἃ' Θεσαλ. Δ' 3
(7) Ἰωάννου ΙΕ' 1-6
(8) Ἀκανθόπουλος Π. (2009), Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων (Κείμενο-Ἑρμηνεία-Σχόλια) καὶ Ἐκκλησιαστικῆς Νομοθεσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐκδ. Β. Θεσσαλονίκη: Ἐκδόσεις Βάνιας, Ἀποστόλων ΛΘ΄ (39)
(9) Βιβλιοθήκη Ἑλλήνων Πατέρων καὶ Ἐκκλησιαστικῶν Συγγραφέων, Κλήμης Ρώμης- Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας, τόμ. 2ος, Ἀθήνα: Ἀποστολικὴ Διακονία
(10) Ἅγιος Βασίλειος Καισαρείας, ὁ Μέγας. Basilius Caesariensis, (PG 29-32) Τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Βασιλείου Ἀρχιεπισκόπου Καππαδοκίας Κεφάλαια τῶν Ὅρων κατὰ Ἐπιτομή, «ΕΡΩΤΗΣΙΣ ΡΗ Εἰ χρὴ τὸν προεστῶτα ἐκτὸς τῆς προεστώσης λαλεῖν ἀδελφῇ τινί τὰ πρὸς οἰκοδομὴν τῆς πίστεως. ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ. Ἐν τούτοις οὐ σώζεται τὸ τοῦ Ἀποστόλου παρὰγγελμα, εἰπόντος· Πάντα εὐσχημόνως καὶ κατὰ τὰ ξὶν γινέσθω. ΕΡΩΤΗΣΙΣ ΡΘ. Εἰ χρὴ τὸν προεστῶτα μετὰ τῆς προεστώσης συνεχῶς διαλέγεσθαι, καὶ μάλιστα ἐὰν τινὲς τῶν ἀδελφῶν ἐπὶ τούτῳ βλάπτωνται. ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ. Τοῦ Ἀποστόλου εἰπόντος· Ἵνα τί γὰρ ἡ ἐλευθερία μου κρίνεται ὑπὸ ἄλλης συνειδήσεως; καλὸν μιμήσασθαι αὐτὸν λέγοντα, ὅτι Οὐκ ἐχρησάμεθα τῇ ἐξουσίᾳ ταύτῃ, ἵνα μὴ ἐγκοπὴν τινὰ δῶμεν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ· καὶ ὅση δύναμις ἐπὶ τὸ σπανιώτερον καὶ εὐαπαλλακτότερον συντέμνειν τὰς συντυχίας. ΕΡΩΤΗΣΙΣ ΡΙ. Εἰ χρή, ἐξομολογουμένης ἀδελφῆς τῷ πρέσβυτέρῳ, καὶ τὴν πρεσβυτέραν παρεῖναι. ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ Εὐσχημονέστερον καὶ εὐλαβέστερον μετὰ τῆς πρεσβυτέρας πρὸς τὸν πρεσβύτερον ἡ ἐξαγόρευσις γενήσεται, τὸν δυνάμενον ἐπιστημόνως τὸν τρόπον τῆς μετανοίας καὶ τῆς διορθώσεως ὑποθέσθαι. ΕΡΩΤΗΣΙΣ ΡΙΑ. Εἰ, τοῦ πρεσβυτέρου γενέσθαι τί προστάξαντος ἐν ταῖς ἀδελφαῖς παρὰ γνῶσιν τῆς πρέσβυτέρας, εὐλόγως ἀγανακτεῖ ἡ πρεσβυτέρα. ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ. Καὶ σφόδρα»
(11) Παναγιωτάκος Π. (2000) Σύστημα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ δικαίου κατὰ τὴν ἐν Ἑλλάδι ἰσχὺν αὐτοῦ, Τόμ. Δ', Τὸ δίκαιον τῶν μοναχῶν, Θεσσαλονίκη: Πουρναρᾶς Π.
(12) βλ. (8) Κανὼν ΜΑ (41) «Ὅτι οὐ δεῖ ἱερατικὸν ἢ κληρικὸν ἄνευ κελεύσεως ἐπισκόπου ὁδεύειν»
(13) Κανὼν ΜΒ (42) «Ὅτι οὐ δεῖ ἱερατικοὺς ἢ κληρικοὺς ἄνευ κανονικῶν γραμμάτων ὁδεύειν»
(14) «Κανὼν ΝΖ (57) «….τοὺς πρεσβυτέρους μηδὲν πράττειν ἄνευ τῆς γνώμης τοῦ ἐπισκόπου»
(15) Κανὼν Δ'(4) «Οἱ ἀληθῶς καὶ εἰλικρινῶς τὸν μονήρη μετιόντες βίον, τῆς προσηκούσης ἀξιούσθωσαν τιμῆς. Ἐπειδὴ δὲ τινὲς τῷ μοναχικῷ κεχρημένοι προσχήματι, τὰς τὲ ἐκκλησίας, καὶ τὰ πολιτικὰ διαταράσσουσι πράγματα, περιϊόντες ἀδιαφόρως ἐν ταῖς πόλεσιν, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ μοναστήρια ἐαυτοῖς συνιστᾶν ἐπιτηδεύοντες, ἔδοξε, μηδένα μὲν μηδαμοῦ οἰκοδομεῖν, μηδὲ συνιστᾶν μοναστήριον, ἢ εὐκτήριον οἶκον, παρὰ γνώμην τοῦ τῆς πόλεως ἐπισκόπου· τοὺς δὲ καθ' ἑκάστην πόλιν καὶ χῶραν, μονάζοντας, ὑποτετάχθαι τῷ ἐπισκόπῳ, καὶ τὴν ἡσυχίαν ἀσπάζεσθαι, καὶ προσέχειν μόνη τὴ νηστεία καὶ τὴν προσευχή, ἐν οἶς τόποις ἀπετάξαντο, προσκαρτεροῦντες· μήτε δὲ ἐκκλησιαστικοῖς, μήτε βιωτικοῖς παρενοχλεῖν πράγμασιν ἢ ἐπικοινωνεῖν, καταλιμπάνοντας τὰ ἴδια μοναστήρια, εἰ μήποτε ἄρα ἐπιτραπεῖεν διὰ χρείαν ἀναγκαίαν ὑπὸ τοῦ τῆς πόλεως ἐπισκόπου μηδένα δὲ προσδέχεσθαι ἐν τοῖς μοναστηρίοις δοῦλον ἐπὶ τῷ μονᾶσαι, παρὰ γνώμην τοῦ ἰδίου δεσπότου· τὸν δὲ παραβαίνοντα τοῦτον ἡμῶν τὸν ὅρον, ὠρίσαμεν ἀκοινώνητον εἶναι, ἵνα μὴ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ βλασφημῆται. Τὸν μὲν τοὶ ἐπίσκοπον τῆς πόλεως, χρὴ τὴν δέουσαν πρόνοιαν ποιεῖσθαι τῶν μοναστηρίων» (16) Κανὼν Ἐ'(5) «Περὶ τῶν μεταβαινόντων ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν ἐπισκόπων ἢ κληρικῶν, ἔδοξε τοὺς περὶ τούτων τεθέντας κανόνας παρὰ τῶν ἁγίων Πατέρων ἔχειν τὴν ἰσχύν»
(17) Κανὼν Ἡ' (8) «Οἱ κληρικοὶ τῶν πτωχείων, καὶ μοναστηρίων, καὶ μαρτυρίων, ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν τῶν ἐν ἑκάστῃ πόλει ἐπισκόπων, κατὰ τὴν τῶν ἁγίων Πατέρων παράδοσιν, διαμενέτωσαν· καὶ μὴ κατὰ αὐθάδειαν ἀφηνιάτωσαν τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου. Οἱ δὲ τολμῶντες ἀνατρέπειν τὴν τοιαύτην διατύπωσιν, καθ' οἱονδήποτε τρόπον, καὶ μὴ ὑποταττόμενοι τῷ ἰδίῳ ἐπισκόπῳ, εἰ μὲν εἶεν κληρικοί, τοῖς τῶν κανόνων ὑποκείσθωσαν ἐπιτιμίοις· εἰ δὲ μονάζοντες ἢ λαϊκοί, ἔστωσαν ἀκοινώνητοι»
(18) Κανὼν Ι' (10) «Μὴ ἐξεῖναι κληρικὸν ἐν δύο πόλεων κατὰ ταυτὸν καταλέγεσθαι ἐκκλησίαις, ἐν ᾗ τε τὴν ἀρχὴν ἐχειροτονήθη, καὶ ἐν ᾗ προσέφυγεν, ὡς μείζονι δῆθεν, διὰ δόξης κενῆς ἐπιθυμίαν. Τοὺς δὲ γὲ τοῦτο ποιοῦντας ἀποκαθίστασθαι τῇ ἰδίᾳ ἐκκλησίᾳ, ἐν ᾗ ἐξ ἀρχῆς ἐχειροτονήθησαν, καὶ ἐκεῖ μόνον λειτουργεῖν. Εἰ μὲν τοὶ ἤδη τὶς μετετέθη ἐξ ἄλλης εἰς ἄλλην ἐκκλησίαν, μηδὲν τοῖς τῆς προτέρας ἐκκλησίας, ἤτοι τῶν ὑπ' αὐτὴν μαρτυρίων, ἢ πτώχειων, ἢ ξενοδοχείων ἐπικοινωνεῖν πράγμασι. Τοὺς δὲ γὲ τολμώντας, μετὰ τὸν ὀρὸν τῆς μεγάλης καὶ οἰκουμενικῆς ταύτης συνόδου, πράττειν τί τῶν νῦν ἀπηγορευμένων, ὤρισεν ἡ ἁγία σύνοδος ἐκπίπτειν τοῦ ἰδίου βαθμοῦ»
(19) Κανὼν ΙΓ' (13) «Ξένους κληρικοὺς καὶ ἀγνώστους, ἐν ἑτέρᾳ πόλει, δίχα συστατικῶν γραμμάτων τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου, μηδόλως μηδαμοῦ λειτουργεῖν»
(20) Κανὼν ΙΗ' (18) «Τὸ τῆς συνωμοσίας ἢ φατρίας, ἔγκλημα καὶ παρὰ τῶν ἔξω νόμων πάντη κεκώλυται, πολλῷ δὴ μᾶλλον ἐν τῇ τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίᾳ τοῦτο γίνεσθαι ἀπαγορεύειν προσήκει. Εἰ τινὲς τοίνυν κληρικοὶ ἢ μονάζοντες, εὐρεθεῖεν συνομνύμενοι ἢ φατριάζοντες ἢ κατασκευᾶς τυρεύοντες ἐπισκόποις ἢ συγκληρικοῖς, ἐκπιπτέτωσαν πάντη τοῦ οἰκείου βαθμοῦ»
(21) Κανὼν ΛΔ' (34) «Καὶ τοῦτο δὲ τοῦ ἱερατικοῦ κανόνος σαφῶς διαγορεύοντος, ὡς τὸ τῆς συνωμοσίας ἢ φρατρίας ἔγκλημα καὶ παρὰ τῶν ἔξω νόμων πάντη κεκώλυται, πολλῷ δὲ μᾶλλον ἐν τῇ τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίᾳ τοῦτο γίνεσθαι ἀπαγορεύειν προσήκει· καὶ ἡμεῖς παραφυλάττειν σπουδάζομεν, ὡς εἰ τινὲς κληρικοὶ ἢ μοναχοὶ εὐρεθεῖεν ἢ συνομνύμενοι ἢ φατριάζοντες ἢ κατασκευᾶς τυρεύοντες ἐπισκόπων ἢ συγκληρικῶν, ἐκπιπτέτωσαν πάντη τοῦ οἰκείου βαθμοῦ»
(22) Κανὼν Ε΄ (5) «Εἰ τὶς πρεσβύτερος ἢ διάκονος καταφρονήσας τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου, ἀφώρισεν ἐαυτὸν τῆς ἐκκλησίας καὶ ἰδία συνήγαγε, καὶ θυσιαστήριον ἔστησε καὶ τοῦ ἐπισκόπου προσκαλεσαμένου, ἀπειθοίη, καὶ μὴ βούλοιτο αὐτῶ πείθεσθαι, μηδὲ ὑπακούειν καὶ πρώτον καὶ δεύτερον καλούντι, τοῦτον καθαιρεῖσθαι παντελῶς, καὶ μηκέτι θεραπείας τυγχάνειν, μηδὲ δύνασθαι λαμβάνειν τὴν ἐαυτοῦ τιμήν. Εἰ δὲ παραμένοι θορυβῶν καὶ ἀναστατῶν τὴν ἐκκλησίαν, διὰ τῆς ἔξωθεν ἐξουσίας ὡς στασιώδη αὐτὸν ἐπιστρέφεσθαι»
(23) Κανὼν ΣΤ (6) «…καὶ κορῶν καθιέρωσιν ὑπὸ πρεσβυτέρων μὴ γίνεσθαι ...»
(24) βλ. (10)
(25) Πράξ. ΙΕ' 1-29 Ἀποστολικὴ Σύνοδος Ἱεροσολύμων. Λόγοι Πέτρου καὶ Ἰακώβου.
(26) Λατινικὴ Πατρολογία 4, 8 Migne, Ἐπιστολὴ 69 «ὁ ἐπίσκοπος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἐστι καὶ ὅσοι µἐτὰ τοῦ ἐπισκόπου οὐκ εἰσίν, οὐδὲ ἐν τῇ Ἐκκλησία εἰσίν», Ἐπιστολὴ 66 «ὅπου ὁ ἐπίσκοπος ἐκεῖ καὶ ἡ ἐκκλησία»
(27) Κρικώνης Χ. (1995) Ἀποστολικοὶ Πατέρες Κλήμης Ρώμης-Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας, Παπίας Ἱεραπόλεως καὶ Διδαχὴ τῶν Ἀποστόλων, Τόμ. Α., Θεσσαλονίκη: University Studio Press, Πρὸς Σμυρναίους VIII & Βιβλιοθήκη Ἑλλήνων Πατέρων καὶ Ἐκκλησιαστικῶν Συγγραφέων 2, 281, 29-30
(28) βλ. (27) Πρὸς Σμυρναίους ΙΧ
(29) βλ. (27) Πρὸς Φιλαδελφεῖς ΙΙΙ
(30) Πρὸς Ἐφεσίους Ἐ' 29-30
(31) Πρὸς Ἐφεσίους Ἐ' 25-27
(32) Πρὸς Β' Κορ. ΙΓ', 11
(33) Πρὸς Ἑβρ. ΙΓ' 17 & 18 «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε. «…αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνούσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν, ὡς λόγον ἀποδόσοντες· ἵνα μετὰ χαρᾶς τοῦτο ποιῶσι καὶ μὴ στενάζοντες· ἁλυσιτελὲς γὰρ τοῦτο. Προσεύχεσθε περὶ ἡμῶν·…»