Παραινετικά

Ἡ παραχώρηση ἀπό μέρους τοῦ Θεοῦ τῆς πανδημίας.

«Ἡμάρτομεν, ἠνομήσαμεν, ἠδικήσαμεν ἐνώπιόν Σου»


ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου

Στόν λεγόμενο «Μεγάλο Κανόνα», πού ἡ Ἐκκλησία μας ψάλλει κατ᾿ ἔτος τήν Τετάρτη τῆς πέμπτης ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν τό ἑσπέρας, ὑπάρχει ἕνα λίαν κατανυκτικό τροπάριο, τό ὁποῖο διαζωγραφεῖ τήν βαθυστένακτη ἔκφραση τοῦ μετανοοῦντος ἀνθρώπου, αὐτοῦ πού αἰθάνεται τήν διά τῆς πολυσχιδοῦς ἁμαρτίας ἀλλοτρίωση καί νέκρωσή του ἀπό τήν πηγή τῆς Ζωῆς….

«Ἡμάρτομεν, ἠνομήσαμεν, ἠδικήσαμεν ἐνώπιόν Σου, οὐδέ συνετηρήσαμεν, οὐδέ ἐποιήσαμεν καθώς ἐνετείλω ἡμῖν· ἀλλά μή παραδώῃς ἡμᾶς εἰς τέλος, ὁ τῶν Πατέρων Θεός» …

Ἡ ἐσχάτως ἐνσκήψασα Πανδημία, ἡ ὁποία ἐπηρεάζει τή χώρα μας καί σκορπίζει τόν φόβο σέ ὅλους, ἕνεκα τῆς ἐξάπλωσής της, δέν λανθάνει τοῦ Παντεφόρου ὀφθαλμοῦ! Οὔτε μποροῦμε νά ἰσχυρισθοῦμε πώς τά πάντα ἐνεργοῦνται μέσα στό «χῶρο» τῆς αἰώνιας διαλεκτικῆς τοῦ δαιμονικοῦ πολέμου, τῆς ἀσθενοῦς φύσεως τοῦ ἀνταγωνισμοῦ καί τῆς συγκρούσεως τῶν ἀνθρώπων, ἤ ἀκόμη ὅτι συμβαίνουν αὐτά στό περιθώριο μιᾶς ἄλογης φύσεως, ἀτίθασης λόγῳ τῆς Πτώσεως, πού συστενάζει καί συνωδίνει… Ὄχι! Ἐρήμην τοῦ Θεοῦ τίποτα δέν λαμβάνει χώρα! «Οὐδέν ἀθεεῖ», γράφει ὁ σοφώτατος Γρηγόριος Νύσσης, Ἅγιος Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας μας. Τίποτα δέν ἐπισυμβαίνει στήν κτιστή πραγματικότητα ἐν ἀγνοίᾳ τοῦ Ἀκτίστου καί Παντογνώστου Θεοῦ! Συγκεκριμένα, τίποτα δέν πραγματοποιεῖται, χωρίς τήν εὐδοκία (=προηγούμενο θέλημα), ἤ τήν παραχώρηση (=ἑπόμενο θέλημα) τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἐν προκειμένῳ ὁμιλοῦμε γιά παραχώρηση Κυρίου, καί γιά νά εἴμαστε ἀκριβεῖς, πρόκειται γιά παραχώρηση Θεοῦ ἐξ᾿ ἁμαρτιῶν μας!

Ἀπό τούς πρώτους αἰῶνες κιόλας, οἱ μεγάλοι Πατέρες, τρεῖς Ἱεράρχες, Καππαδόκες κ.ἄ. ἐπισημαίνουν πώς ἡ ἁμαρτία εἶναι αὐτή πού προκαλεῖ - κατά παραχώρησιν Θεοῦ - τά δεινά στόν κόσμο . Ὑπῆρχαν τέτοιες ἐπιφορές καί στήν ἐποχή τους, ὅπως λ.χ. λοιμοί, λιμοί, σεισμοί κ.ἄ. Δέν ἐπιθυμοῦμε στό παρόν κείμενο νά παραθέσουμε πολλά ἀποσπάσματα ἀπό σχετικούς λόγους Ἁγίων καί Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἑρμηνεύουν τέτοιου εἴδους τραγικά γεγονότα τῆς ἐποχῆς τους (τίς λεγόμενες «θεομηνίες»), ὑπό τό πρῖσμα τῆς παιδαγωγικῆς ἐγκαταλείψεως τοῦ Θεοῦ, λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ λαοῦ. Μποροῦμε, πρός καταρτισμό μας, ἄν θέλουμε νά μελετήσουμε τίς πλέον ἀντιπροσωπευτικές Ὁμιλίες ἐπί τοῦ θέματος:

α) τοῦ Μ. Βασιλείου, «ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός» καί

β) ἱεροῦ Χρυσοστόμου, «ὅτι τόν ἑαυτόν μή ἀδικοῦντα, οὐδείς παραβλάψαι δύναται» .

Στούς ἐν λόγῳ περιφήμους λόγους τῶν δύο γιγάντων τοῦ πνεύματος καί τῆς Θεολογίας, μποροῦμε νά πληροφορηθοῦμε πολλά. Ὡστόσο, ἀπό τό περίφημο ἔργο τοῦ Μ. Βασιλείου παραθέτουμε μόνο ἕνα ἀπόσπασμα σέ μετάφραση: «Κάθε κακό δέν εἶναι κακό. Κακά εἶναι οἱ ἁμαρτίες· κακά δεν εἶναι ὅσα μᾶς προκαλοῦν ὀδύνη στό σῶμα, ὅπως εἶναι οἱ ἀρρώστιες καί τά ταύματα τοῦ σώματος, ἡ φτώχεια, οἱ ταπεινώσεις, οἰκονομικές ζημίες, θάνατοι συγγενῶν, τά ὁποῖα ἐνεργεῖ (κατά παραχώρηση) πρός τό συμφέρον τῆς ψυχῆς ὁ σοφός καί ἀγαθός Κύριος. Ὁ ὁποῖος ἀφαιρεῖ τόν πλοῦτο ἀπό αὐτούς πού τόν μεταχειρίζονται ἁμαρτωλά, γιά νά καταστρέψει ἔτσι τό μέσο τοῦ κακοῦ. Παραχωρεῖ ἀρρώστιες, σ᾿ αὐτούς πού συμφέρει νά εἶναι τό σῶμα τους δεμένο μέ τίς νόσους, παρά νά εἶναι ἐλεύθερο, γιά ν᾿ ἁμαρτάνει. Παίρνει μέ θάνατο ἐκείνους, πού τούς συμφέρει ὁ θάνατος παρά ἡ παράταση τῆς ζωῆς. Ἐπίσης, προκειμένου νά σταματήσει ὁ Θεός τίς ἐκτεταμένες ἁμαρτίες, φέρνει πεῖνα, ξηρασίες, κατακλυσμιαῖες βροχές, πού ἀποτελοῦν μάστιγες κοινές πόλεων καί ὁλοκλήρων ἐθνῶν» .

Τό γενικό πλαίσιο εἶναι πώς, τό κακό δέν τό δημιουργεῖ ὁ Θεός, ἀλλά ἡ ἁμαρτία. Ὁ Θεός ἁπλῶς τό ἐπιτρέπει, παιδαγωγικά. Ἐδῶ θά σημειώσουμε πώς, ὁ μεγάλος δογματολόγος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός γράφει ὅτι ἡ λέξη κακό – κακία, ἔχει δύο σημασίες. Ἄλλοτε σημαίνει αὐτό πού εἶναι στή φύση του κακό καί αὐτό εἶναι κάθε τι πού εἶναι ἀντίθετο πρός τήν ἀρετή καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ δεύτερη ἑρμηνεία τοῦ κακοῦ εἶναι ὅτι σημαίνει αὐτό τό ὁποῖο στή δική μας αἴσθηση βιώνεται ὡς κακό καί ἐπίπονο, δηλαδή θλίψεις, ἀσθένειες, ἐπιδημίες, ἐπιφορές. Αὐτά ὅλα, εἶναι φαινομενικά κάτι κακό, ἀλλά ὄχι πραγματικά. Ναί, στήν πραγματικότητα δέν εἶναι κακό, διότι ἀποτελοῦν παιδαγωγία τοῦ Θεοῦ, χρησιμοποιοῦνται δηλαδή ὡς παιδαγωγικά μέσα μέ σκοπό τήν ἐπιστροφή τῶν ἀνθρώπων, τήν μετάνοια καί σωτηρία τους. Γράφει λοιπόν ὁ ἱερός Δαμασκηνός: «Αὗται δέ (=οἱ θλίψεις καί ἐπιφορές) τῷ μέν δοκεῖν κακαί εἰσι ἀλγειναί τυγχάνουσαι, τῇ δέ ἀληθείᾳ ἀγαθαί· ἐπιστροφῆς γάρ καί σωτηρίας γίνονται τοῖς συνιοῦσι πρόξενοι· ταύτας διά Θεοῦ γίνεσθαί φησιν ἡ Γραφή» .

Τίποτα, τελικά, δέν εἶναι στόν κόσμο πραγματικό κακό, παρά μόνο ἡ ἁμαρτία. «Οὐδέν κακόν, ἁμαρτία μόνον», γράφει μέ ἔμφαση ὁ ἱ. Χρυσόστομος . Ὁ ἴδιος θά τονίσει πώς, «τό κακόν οὐδέν ἕτερόν ἐστιν, ἀλλ᾿ ἤ τό παρακοῦσαι Θεοῦ». Εἶναι ἀνάγκη νά συνειδητοποιοῦμε πώς ἡ μεγάλη, διαχρονική νόσος τῆς πεπτωκυΐας φύσεώς μας εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ὅλα τά ἄλλα, ἐπιδημίες, καταστροφές, ἐπιφορές κ.λπ. εἶναι τά φάρμακα, πρός θεραπείαν αὐτῆς τῆς μεγάλης νόσου, τῆς ἁμαρτίας. Εἶναι δέ γεγονός πώς στούς χαλεπούς καιρούς πού διανύουμε, παρατηρεῖται μεγάλη ἔξαρση τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά θά λέγαμε, κυρίως τῆς ἀμετανοησίας! Κληρικοί καί λαϊκοί εἴμαστε, ἐν πολλοῖς, ἀμετανόητοι. Μάλιστα, οἱ εὐχές τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν τήν ἔκφραση, «ὑπέρ τῶν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων καί τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων».

Τά ὀλισθήματα τῶν κληρικῶν ὀνομάζονται «ἁμαρτήματα», ἐνῶ τοῦ λαοῦ «ἀγνοήματα». Ὄχι ὅτι οἱ ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ ἀμνηστεύονται, ἀλλά τῶν κληρικῶν «ζυγίζονται» βαρύτερα, ἀφοῦ αὐτοί εἶναι φύσει διδάσκαλοι τῆς ἀρετῆς, κήρυκες τοῦ ἀγαθοῦ, ὁδηγοί τοῦ λαοῦ «εἰς νομάς σωτηρίους». Στή συνάφεια αὐτή θά μπορούσαμε συμπληρωματικά νά ἀναφέρουμε τή γνώμη ἑνός ἀγνώστου στούς πολλούς, Ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ Ὁσίου Σεραπίωνος (ἑορτάζει στίς 21 Μαρτίου), ὁ ὁποῖος, μεταξύ ἄλλων ἀποφθεγμάτων μᾶς ἄφησε τό ἑξῆς σπουδαῖο περί τοῦ ζητήματος πού πραγματευόμαστε: «Μή νομίσετε ὅτι ἡ ἀσθένεια εἶναι θλιβερή. Μόνον ἡ ἁμαρτία εἶναι θλιβερή. Ἡ ἀσθένεια μᾶς συνοδεύει μόνον μέχρι τόν τάφο (ἄν εἶναι ἀνίατη). Ἐνῶ ἡ ἁμαρτία μᾶς συνοδεύει καί μετά τόν τάφο (ἄν εἶναι ἀμετανόητη)»…

Ὑπάρχουν καί ἄλλα Πατερικά κείμενα, πού ὁμιλοῦν γιά τό «μόνο κακό», τήν πολυσχιδή καί πολυποίκιλη ἁμαρτία καί τήν καταπολέμισή της ἀπό πλευρᾶς τοῦ Θεοῦ, διά τῶν παραχωρήσεων διαφόρων δεινῶν, πού πλήττουν τή γῆ καί τόν ἄνθρωπο. «Ἔσεισας, ἀλλ᾿ ἔσωσας τήν πόλιν», διαβάζουμε στό Συναξάριο τῆς 26ης Ὀκτωβρίου, πού ἀναφέρεται στόν σεισμό. Καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὡς πρεσβύτερος, μετά ἀπό καταστροφικό σεισμό στήν Ἀντιόχεια, ἐκφωνῶντας ζωηρό καί ἐμψυχωτικό λόγο πρός τό ποίμνιό του, λέγει μεταξύ ἄλλων: «Σᾶς εἶπα ὅτι εἶναι μεγάλο τό κέρδος ἀπό τούς σεισμούς. Εἴδατε φιλανθρωπία τοῦ Παντοδυνάμου, πού σείει τήν πόλη καί στερεώνει τό νοῦ στήν πίστη; Σαλεύει τά θεμέλιά της καί σταθεροποιεῖ στό ἀγαθό τά φρονήματα. Ἐρειπώνει τήν πόλη καί δυναμώνει τήν προαίρεση στό καλό. Καταλάβατε τήν φλανθρωπία τοῦ Θεοῦ· ἔσεισε λίγο (τήν πόλη) καί τήν στερέωσε γιά πάντα στήν πίστη. Ὁ σεισμός κράτησε δύο ἡμέρες, ἀλλά ἡ εὐλάβειά σας πρέπει νά μένει σ᾿ ὅλη τή ζωή σας. Λυπηθήκατε λίγο, ἀλλά ριζωθήκατε παντοτινά στήν εὐσέβεια» . Ὄντως, «ἡ Ἀγάπη σείει τήν γῆ», ὅπως ἔγραφε ὁ λόγιος Ἁγιορείτης Μοναχός π. Θεόκλητος Διονυσιάτης σέ ἕνα πόνημά του μέ τόν ὡς ἄνω τίτλο, μετά ἀπό τόν μεγάλο σεισμό τῆς συμπρωτευούσης Θεσσαλονίκης τό 1981.

Κατά ταῦτα, λοιπόν, ἡ Πανδημία τοῦ κορωνοϊοῦ, πού ἔφθασε στή χώρα μας, πρέπει νά θεαθεῖ μέσα ἀπό αὐτό τό πρῖσμα, ἤτοι, τῆς φιλανθρώπου παιδαγωγικῆς ἐπεμβάσεως τοῦ Θεοῦ, λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν μας. Πράγματι, λοιμοί καί λιμοί, σεισμοί καί καταστροφές, ἐπιφορές πόλεων καί ἐθνῶν παραχωροῦνται ὑπό τοῦ Κυρίου, μέ σκοπό νά ἀνακόψουν τήν πάνδημο ἁμαρτωλότητα. Εἶναι σαφέστατος ἐν προκειμένῳ ὁ Μ. Βασίλειος: «Διά ταῦτα νόσοι πόλεων καί ἐθνῶν, ἀέρων αὐχμοί καί ἀφορίαι γῆς καί αἱ κατά τόν βίον ἑκάστῳ τραχύτεραι περιπτώσεις τῆς κακίας τήν αὔξησιν περικόπτουσαι. Ὥστε τά τοιαῦτα κακά παρά Θεοῦ γίνεται, τῶν ἀληθινῶν κακῶν τήν γένεσιν ἐξαιροῦντα… ἀναιρεῖ τοίνυν τό κακόν ὁ Θεός, οὐχί δέ τό κακόν ἐκ τοῦ Θεοῦ» . Ἀναιρεῖ τό κακό ὁ Θεός (μέ τίς συμφορές), ἀλλά τό κακό δέν προέρχεται ἀπό τόν Θεό. Μάλιστα, στήν ἐν λόγῳ Ὁμιλία του ὁ φωστήρ τῆς Καισαρείας καί ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, τονίζει πώς πρέπει να ἐνστερνισθοῦν ὅλοι ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι Ἀγαθός καί Φιλάνθρωπος μόνο ὅταν εὐεργετεῖ, ἀλλά καί ὅταν παιδαγωγικῶς τιμωρεῖ. «Οὐκ εὐεργετῶν μόνον, ἀλλά καί κολάζων ἀγαθός ἐστι καί φιλάνθρωπος ὁ Θεός» . Καί συνεχίζει λέγοντας πώς καί οἱ παιδευτικές τιμωρίες τοῦ Θεοῦ «μέγιστον προνοίας εἶδός εἰσιν». Ὅταν λοιπόν - συμβουλεύει ὁ Ἅγιος – δεῖς λιμούς καί λοιμούς, ἐπομβρίες, ἀέρων ἀστάθειες καί ἄλλα τέτοια τά ὁποῖα τιμωροῦν τήν ἀνθρώπινη φύση, μή στεναχωρηθεῖς, ἀλλά νά προσκυνήσεις αὐτόν πού τά πραγματοποίησε καί νά θαυμάσεις τήν κηδεμονία του, μέσα ἀπό αὐτά τά δεινά, «θαύμασον αὐτόν τῆς κηδεμονίας». Καί καταλήγει στό διδακτικό συμπέρασμα, ὅτι ὁ Θεός προκαλεῖ τά δεινά καί τιμωρεῖ τό σῶμα, γιά νά σωφρονίσει τήν ψυχή, «ἐκεῖνος, γάρ ἐστιν ὁ ταῦτα ποιῶν, καί τό σῶμα κολάζων, ἵνα τήν ψυχήν σωφρονίσῃ» . Θά διευκρινίσουμε δέ, πώς δέν ὑπάρχει σέ μᾶς ὁ τιμωρός Θεός τῆς Δύσεως (βλ. Ἀνσέλμειο θεωρία, περί τῆς ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης), ἀλλ᾿ ὁ Θεός τῆς Ἀγάπης καί τοῦ ἀπείρου Ἐλέους. Μέ αὐτό τό Ἔλεος «καταδιώκει» τόν ἄνθρωπο, ὡς «μανικός ἐραστής», προκειμένου νά τόν σώσει. «Τό ἔλεός σου Κύριε καταδιώξει με, πᾶσας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου», ψάλλουμε στήν Ἐκκλησία μας .

Μέσα, ὅμως, στό πλαίσιο τῆς Ἀγάπης καί τοῦ Ἐλέους τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀνερμήνευτης στήν δική μας πεπερασμένη λογική καί νόηση, ἐντάσσεται καί ἡ παιδαγωγία, οἱ παιδευτικές παραχωρήσεις, πρός ἀναίρεση τῆς πολυσχιδοῦς ἁμαρτίας. Ἀξίζει ἐν προκειμένῳ νά δοῦμε τήν περί παιδαγωγίας Θεοῦ ἐπεξήγηση τοῦ Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως. Σύμφωνα μέ αὐτόν, ὁ Κύριος δέν ὀργίζεται (ὅπως ἐμεῖς κατανοοῦμε τήν ὀργή, ὡς ἀλλαγή διαθέσεως ἔναντι κάποιου). «Οὐκ ὀργίζεται τό θεῖον» . Παραχωρεῖ ὅμως τήν δοκιμασία καί στήν περίπτωση αὐτή μᾶς παιδεύει «οὐ θανασίμως, ἀλλά σωτηρίως».

Κάποιοι Ἅγιοι ἔλεγαν, «Κύριε, παίδευσόν με, πλήν εὐσπλάγχνως». Ἔτσι, ἡ τιμωρία – δοκιμασία γίνεται «ἐπιστήμη διορθωτική τῶν ἁμαρτωμένων» . Κατά ταῦτα, τά πάντα μετέρχεται ὁ Θεός γιά τή σωτηρία καί τήν αἰωνιότητά μας. «Τά πάντα εἰς σωτηρίαν καί ἀΐδιον ὑγείαν διατείνει». Μᾶς παιδαγωγεῖ ὅπως οἱ γονεῖς τά τέκνα τους καί οἱ δάσκαλοι τούς μαθητές τους. Ἔτσι – γράφει ὁ Κλήμης Ἀλεξανδρεύς – θά πρέπει νά ἐκλαμβάνουμε τήν «παιδεία» τοῦ Θεοῦ καί νά αἰσθανόμαστε μπροστά Του ὅπως στούς γονεῖς καί διδασκάλους μας. «Οὕτως ὁ Κύριος πρός ἡμᾶς, ὡς και ἡμεῖς πρός τά τέκνα ἡμῶν» . Καί «ὡς πρός τοῦ διδασκάλου καί τοῦ πατρός οἱ παῖδες, οὕτω καί ἡμεῖς πρό τῆς προνοίας κολαζόμεθα» .

Ἐπιπροσθέτως, ἐπειδή μᾶς διακατέχει πολύ ὁ φόβος τοῦ βιολογικοῦ θανάτου, λόγῳ τοῦ ἰοῦ, τῆς Πανδημίας, ἔρχεται καί πάλι ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία νά μᾶς συστήσει ἕναν ἄλλο -ὑγιῆ - φόβο, αὐτόν τοῦ πνευματικοῦ θανάτου, τοῦ «θανάτου τοῦ δευτέρου», κατά τήν Ἀποκάλυψη . Αὐτός εἶναι ὁ δεινός θάνατος, ὁ χωρισμός τοῦ ἀνθρώπου αἰωνίως ἀπό τόν Θεό, πού εἶναι ἡ Αἰώνιος Ζωή. Αὐτόν τόν θάνατο, τό «ἀεί φεῦ εἶναι» κατά τούς Πατέρες, αὐτόν θά πρέπει ὡς ὀρθόδοξοι νά φοβόμαστε καί νά σπεύδουμε διά μετανοίας νά ἀποφύγουμε. Τοῦτο θά κατανοηθεῖ μέ ἕνα περιστατικό, εἰλημμένο μέσα ἀπό τόν ἅγιο, ἀλλά συγχρόνως πολυτάραχο βίο τοῦ ἄλλου μεγάλου Οἰκουμενικοῦ Διδασκάλου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου.

Κάποτε ὁ φωστήρ τῆς Ναζηανζοῦ βρέθηκε σέ μεγάλη κατ᾿ ἄνθρωπον συμφορά. Ταξίδευε μέ πλοῖο ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια στήν Ἀθήνα κατά τά ἔτη τῶν σπουδῶν του. Μετά τόν ἀπόπλου συνάντησαν μεγάλη θαλασσοταραχή. Μάλιστα ἦταν ἡ μοναδική τρικυμία, τήν ὁποίαν εἶχαν συναντήσει οἱ ναυτικοί τοῦ πλοίου. Ὅλους τούς εἶχε καταλάβει μέγιστος φόβος, ἀφοῦ ἔβλεπαν ἐνώπιόν τους τόν θάνατο. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ἀντίθετα, εἶχε καταληφθεῖ ἀπό τό φόβο τοῦ πνευματικοῦ θανάτου, ὅπως ὁ ἴδιος ἐξηγεῖ σέ σχετικό μέ τήν περίσταση ἐκείνη κείμενό του. «Πάντων δέ τόν κοινόν θάνατον δεδοικότων, ὁ τῆς ψυχῆς ἦν ἐμοί φοβερώτερος. Ἐκινδύνευον γάρ ἄθλιος ἀπελθεῖν καί ἀτέλεστος, ποθῶν τό πνευματικόν ὕδωρ ἐν τοῖς φονικοῖς ὕδασι» . Ὁ Ἅγιος στήν δύσκολη ἐκείνη συγκυρία ὑπεσχέθη στόν Θεό τήν ψυχοσωματική του ἀφιέρωση σ᾿ Αὐτόν, ἐφ’ ὅσον θὰ σωζόταν καὶ θὰ λάμβανε τὸ ἅγιον Βάπτισμα, διότι ἀκόμη κατά τήν τότε συνήθεια δέν τό εἶχε λάβει. Τοῦτο πραγματοποιήθηκε καί μποροῦμε ἔτσι νά συμπεράνουμε πώς, ἀπό τήν φυσική ἐκείνη δοκιμασία, τήν θαλασσοταραχή, ἡ Ἐκκλησία καί ὁ κόσμος κέρδισαν ἕνα μεγάλο πνευματικό καί θεολογικό ἀνάστημα, ἕναν μεγάλο Πατέρα καί Οἰκουμενικό Διδάσκαλο .

Στήν πρωτόγνωρη ὄντως περίσταση πού βιώνουμε, τήν πρωτοφανῆ καί ἄγνωστη μέχρι τώρα, πού παραχώρησε φιλανθρώπως ὁ Ἅγιος Θεός, καλούμαστε νά δοκιμάσουμε τήν εἰς Θεόν πίστη καί ἐλπίδα μας.

Ὀρθότατα, ἑπομένως ἐπισημάνθηκε ὅτι «ἡ θλίψη, πού διερχόμαστε, ἐλέγχει ἀλαθήτως τήν κλίση τῆς προαιρέσεώς μας. Διαπιστώνουμε δηλαδή ποῦ κλίνει τό θέλημά μας, στόν Θεό ἤ στόν κόσμο» .


ΜΑΡΤΙΟΣ 2020

Μ. Κανών, Ὠδή Ζ΄.
Τό γεγονός αὐτό ἀμφισβήτησε πρόσφατα σέ κείμενό του Μητροπολίτης τῆς Πελοποννήσου. Ὅμως, ἄς ὑποβληθεῖ στόν κόπο νά μελετήσει τά κείμενα τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν καί Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας καί τότε θά βρεῖ τήν ἀλήθεια.
ΕΠΕ 7, 87.
ΕΠΕ 31, 496.
Μ. Βασιλείου, Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, βλ. Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ἡ ἀγάπη σείει τήν γῆ, ἐκδ. Σπηλιώτη, σσ. 58-59.
Ἔκδοσις ἀκριβής 92, PG 94, 1193.
Ὁμιλία, εἰς Ματθ. 59, 3, PG 58, 1193.
Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Λόγος, Μετά τόν σεισμόν, βλ. Μ. Θ. Διονυσιάτου, Ἡ ἀγάπη σείει τήν γῆ, σελ. 20.
Μ. Βασιλείου, Πρός τούς λέγοντας ὅτι δαίμονες τά ἀνθρώπινα διοικοῦσιν 4, PG 35, 1024.
ὅ.π.
ὅ. π.
Προκείμενο Ἑσπερινοῦ, ἡμέρα Τρίτη.
Παιδαγωγός, ἀπό: Μ. Φαράντου, Ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ κατά τόν Κλήμη Ἀλεξανδρέα, σελ. 81.
ὅ.π. σελ. 80.
ὅ. π. σελ. 76.
ὅ.π.
Ἀποκ. 2, 11: «Ὁ νικῶν, οὐ μή ἀδικηθεῖ ἐκ τοῦ θανάτου τοῦ δευτέρου».
Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Ἐπιτάφιος, εἰς τόν ἑαυτοῦ πατέρα 31, PG 35, 1024.
Βλ. πρωτοπρ. Θεοδώρου Ζήση, Ἠθικά κεφάλαια, ἐκδ. «Βρυέννιος», σελ.23.
Δ. Τσελεγγίδη, Ἄρθρο σχετικό μέ τήν Πανδημία στό Ἰστολόγιο «Ἀκτῖνες», Μάρτιος 2020.