Παραινετικά

Ὡς πρὸς τοὺς ἀνεξήγητους καὶ ἀπρόσμενους θανάτους

Περὶ τοῦ πῶς παρηγόρησε ὁ Ἅγιος Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων ἐκεῖνον ποὺ τοῦ πρόσφερε χρήματα γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ γιοῦ του καὶ ὁ γιός του, παρὰ τὶς προσευχές, πέθανε.

 

agiosiweleimonΜΙΑ μέρα ἔρχεται κάποιος καὶ τοῦ προσφέρει ἑφτάμισυ λίτρες χρυσάφι, βεβαιώνοντας τὸν Ὅσιο ὅτι δὲν ἔχει στὴν κατοχή του τίποτε ἄλλο σὲ χρυσάφι, ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα νόμισμα καὶ τοῦ ζητοῦσε μὲ πολλὲς μετάνοιες νὰ προσευχηθῆ γιὰ νὰ σώση ὁ Θεὸς τὸν γιό του –γιατὶ εἶχε ἕνα μοναχογιὸ ὥς δεκαπέντε χρονῶν- καὶ νὰ τοῦ φέρει τὸ πλοῖο του μὲ καλὸ καιρὸ ἀπὸ τὴν Ἀφρική, γιατὶ ἐκεῖ εἶχε πάει. Ἀφοῦ λοιπὸν ἔλαβε ὁ Ἱεράρχης τὸ ποσὸ ἀπὸ τὸ χέρι του καὶ θαυμάζοντάς τον, ποὺ φάνηκε τόσο πολὺ καλόψυχος ὥστε νὰ προσφέρη ὅλο τὸ ποσὸ ποὺ εἶχε, τοῦ εὐχήθηκε πολλὰ μπροστά του κι’ ὕστερα τὸν ἀποχαιρέτισε.

μως γιὰ τὴν πολλή του πίστη ὁ Πατριάρχης ἔβαλε τὸ πουγγὶ μὲ τὸ ποσὸ κάτω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα, ποὺ βρισκόταν στὸν ναΐσκο τοῦ ὑπνοδωματίου του καὶ ἀμέσως ἔκαμε τελεία μνημόνευση πάνω σ’ αὐτὸ ὑπὲρ ἐκείνου ποὺ τὸ πρόσφερε κι’ ἀνέπεμψε ἐκτενῆ δέηση στὸν Θεὸ γιὰ νὰ σωθῆ ὁ γιός του καὶ νὰ φέρη μὲ καλὸ καιρὸ τὸ πλοῖο του, ὅπως εἶχε ζητήσει ἀπὸ τὴν μακαριότητα τοῦ Ὁσίου.

Μὲ δὲν εἶχαν περάσει ἀκόμα τριάντα μέρες καὶ πέθανε ὁ γιὸς τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ πρόσφερε τὶς ἑφτάμισυ λίτρες στὸν Πατριάρχη, καὶ στὴν τρίτη μέρα ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ παιδιοῦ, ἔφτασε καὶ τὸ πλοῖο του ἀπὸ τὴν Ἀφρική, στὸ ὁποῖο ἦταν καπετάνιος καὶ ὁ γνήσιος ἀδελφὸς τοῦ ἀνθρώπου, κι’ ὅταν ἦρθε κοντὰ στὸν Φάρο ναυάγησε κι’ ἔχασε ὅλο τὸ φορτίο του καὶ δὲν σώθηκαν παρὰ μόνο οἱ ψυχὲς καὶ τὸ σκάφος ἄδειο. Ὅταν λοιπὸν ἔμαθε κι’ αὐτὴν τὴν συμφορά, ποὺ ἔπεσε στὸ κεφάλι του, ὁ κύρης τοῦ παιδιοῦ καὶ ἰδιοκτήτης τοῦ πλοίου, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Προφήτου (Ψαλμ. 93, 17) «παρ’ ὀλίγο νὰ πήγαινε στὸν Ἅδη ἡ ψυχή του». Γιατὶ χωρὶς νὰ σβήση ἀκόμα ἡ θλίψη τοῦ παιδιοῦ του, τὸν ἔπιασε κι’ αὐτὴ τοῦ πλοίου.

Μεταφέρθηκαν λοιπὸν ὅλα τὰ συμβάντα στὸν ἴδιο τὸν Πάπα, καί, ἄν μποροῦμε νὰ ποῦμε, βρισκόταν σὲ περισσότερη λύπη ἀπὸ τὸν παθόντα καὶ προπαντὸς γιὰ τὸν μοναχογιό του. Μὴ γνωρίζοντας λοιπὸν τί νὰ κάμη, παρακαλοῦσε τὸν Φιλάνθρωπο Θεό, ποὺ δέχεται κάθε εἴδους παράκληση, νὰ παρηγορήση μὲ τὴν ἄπειρή του εὐσπλαγχνία τὸν ἄνθρωπο. Γιατί, γιὰ νὰ στείλη καὶ νὰ τὸν φέρη μπροστά του καὶ νὰ τὸν παρηγορήση, ντρεπόταν ὁ τιμιώτατος, ἀλλὰ τοῦτο τοῦ μήνυσε, νὰ μὴν ὑποστῆ κατάπτωση «γιατὶ τίποτε ὁ Θεὸς δὲν κάμνει ἄκριτα, ἀλλὰ ὅλα τὰ κάμνει γιὰ τὸ συμφέρον μας, τὸ ὁποῖο ἐμεῖς ἀγνοοῦμε».

Γιὰ νὰ μὴ χάση λοιπὸν τὸν μισθό, ποὺ ἔκαμε μὲ τὶς ἑφτάμισυ λίτρες καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη ποὺ εἶχε πρὸς τὸν ὅσιον Πατριάρχη καὶ ἀκόμα γιὰ νὰ μένουμε κι’ ἐμεῖς πρὸς τὸν Θεὸν ἀτάραχοι κι’ εὐχαριστημένοι στοὺς πειρασμοὺς ποὺ μᾶς συμβαίνουν ὅταν κάμουμε κανένα καλό, βλέπει στὸν ὕπνο του ὁ φιλόχριστος ἄνθρωπος, ποὺ προαναφέραμε, τὴν ἑπόμενη νύχτα, κάποιον ποὺ ἔμοιαζε στὸ σχῆμα μὲ τὸν ὁσιώτατο Πατριάρχη νὰ τοῦ λέγη·

«Τί θλίβεσαι, ἀδελφέ μου, κι’ ἀπαγοητεύεσαι; Δὲν μὲ παρακάλεσες ἐσὺ νὰ ζητήσω ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ σωθῆ ὁ γιός σου; Νά, σώθηκε. Πίστεψέ με, ἄν ζοῦσε, θὰ γινόταν ἄνθρωπος χαμένος καὶ ἀκάθαρτος. Καὶ γιὰ τὸ πλοῖο, εἶχε ληφθῆ ἡ ἀπόφαση νὰ πάη ὅλο ὅπως βρισκόταν μ’ ὅλες τὶς ψυχὲς στὸν βυθὸ καὶ θὰ εἶχες χάσει καὶ τὸν ἀδελφό σου καὶ τὸ πλοῖο πράγματι, ἄν ὁ Θεὸς δὲν δεχόταν τὴν παράκληση γιὰ τὸ καλὸ ποὺ ἔκανες καὶ γιὰ τὴν μηδαμινότητά μου. Μὰ σήκω καὶ δόξασε τὸν Θεὸ ποὺ σοῦ χάρισε αὐτὸν καὶ ποὺ ἔσωσε καὶ τὸν γιό σου, ἀπὸ τὴ μάταιη αὐτὴ ζωή».

ταν ἀφυπνίσθηκε ὁ ἄνθρωπος, βρῆκε τὴν καρδιά του παρηγορημένη κι’ ὅλη τὴ λύπη διωγμένη ἀπὸ πάνω του. Κι’ ἀφοῦ φόρεσε τὰ ροῦχα του ἔρχεται τρέχοντας στὸν τιμιώτατο Ἰωάννη καὶ ρίχνεται στὰ πόδια του, εὐχαριστώντας τὸν Θεὸ κι’ αὐτόν, γιατὶ τοῦ διηγήθηκε τὸ ὄνειρο ποὺ εἶδε, ποὺ ὅταν τ’ ἄκουσε ὁ δικαιότατος εἶπε·

«Δόξα σου, φιλάνθρωπε, φιλεύσπλαγχνε, ποὺ εἰσακούεις καὶ τὴ δέηση τῶν ἁμαρτωλῶν». Καὶ πάλι ἔλεγε μὲ πολὺ ταπεινὸ ἦθος σ’ αὐτὸν ποὺ πῆρε τὴν παρηγοριὰ καὶ τὴ βεβαίωση· «Πίστευσέ μου, τέκνον μου, νὰ μὴν ἀποδίδης στὴν ἰδική μου εὐχὴ ἐξ ὁλοκλήρου τὴ χάρη, ἀλλὰ στὸν Θεὸ καὶ στὴ δική σου πίστη, γιατὶ αὐτὴ ἴσχυσε γιὰ ὅλα».

Γιατὶ διέθετε μιὰ δύναμη ποὺ ἦταν κι’ αὐτὴ ἀξιέπαινη, ἐννοῶ αὐτὸ τὸ κατόρθωμα τοῦ νὰ εἶναι ταπεινόφρονας, ὄχι μονάχα ὁ ἴδιος μὰ καὶ ἄλλους προέτρεπε σ’ αὐτὴν τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὴ συμπόνια μὲ λόγια καὶ μὲ ἔργα.


Λεοντίου Ἐπισκόπου Νεαπόλεως Κύπρου, Βίος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος, Εἰσαγωγὴ-Μετάφραση-Σχόλια-Λεξιλόγιο Κυριάκου Χατζηϊωάννου, Κεφ. Ε΄, ἔκδ. Ἱ. Μ. Λεμεσοῦ, Λευκωσία 1988, σελ. 87-91)