Ἱστορικά

Ἐπεισόδια στή Κερατέα Ἀττικῆς τό ἔτος 1929

Ἐπεισόδια στή Κερατέα Ἀττικῆς τό ἔτος 1929

«...καί πάντοτε οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται» (Β' Τιμοθ. γ' 12)


        ΕΙΝΑΙ ἀρκετές οἱ περιοχές τῆς Ἑλλάδος πού ἔχουν νά παρουσιάσουν γεγονότα σχετικά μέ τή θέληση καί ἐπιμονή τῶν πρώτων Παλαιοημερολογιτῶν νά ἀκολουθοῦν τό ἑορτολόγιο, πού οἱ Ἅγιοι Πατέρες παρέδωσαν. Ἰδίως ὅταν ἀπειλεῖτο ἡ ἀκρίβεια τῆς Πίστεως καί ἡ ἐλευθερία τῶν ἀγωνιστῶν Ἱερέων ἤσαν ἱκανοί νά διακινδυνεύσουν καί τήν ζωήν τῶν ἀκόμη.

 


      Τέτοια ἠρωϊκά ἐπεισόδια θά ἔχουν τήν εὐκαιρία μέν οἱ ἐπιζῶντες μάρτυρες νά διηγοῦνται, τήν χαράν δέ οἱ ἀναγνῶστες νά πληροφοροῦνται.

 


      Η ΚΕΡΑΤΤΕΑ εἶναι ἕνας ἀπό τούς τόπους πού ἔχει νά ἐπιδείξη ἀρκετές θαρραλέες ἀντιδράσεις Παλαιοημερολογιτῶν. Στή συνέχεια ἀναγράφεται ἕνα περιστατικό ἐπίμονης ἀναζητήσεως ἀπό τίς Ἀρχές ἑνός Ἱερέως τῶν Γ.Ο.Χ., ποῦ ἔλαβε χώρα σέ οἰκογενειακό περιβάλλον, καί συγκεκριμένα στό σπίτι τοῦ Ἰωάννου Λεπουρη. Ἀλλά καλύτερα ἅς ἀφήσουμε τόν ἴδιο νά μᾶς διηγηθῆ τί συνέβη στό σπίτι τοῦ τό Μαρτιάτικο ἐκεῖνο ἀπόβραδο τοῦ ἔτους 1929.


      Ἐδῶ στή Κεραττέα ἀπό τήν πρώτη κιόλας χρονιά τοῦ σχίσματος ὀργανωθήκαμε οἱ Παλαιοημερολογίτες δημιουργώντας Παράρτημα τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τῶν Γ.Ο.Χ., ποῦ ἕδρευε τότε στήν Ἀθήνα. Πρόεδρός μας ἦταν ὁ Χρῆστος Παναγιώτου καί Γέν. Γραμματεύς ἤμουν τοῦ λόγου μου.


      Λογω τῶν συνεχῶν διωγμῶν μόλις τό 1928 κατωρθώσαμε νά στήσουμε μέ σανίδες ἕνα μικρό Ναό, ἔξω ἀπό τό χωριό, γιά νά μποροῦμε νά ἐκκλησιαζώμαστε. Ὅσο γιά Ἱερέα φέρναμε κάθε τόσο καί στά κρυφά, ὅποιον βρίσκαμε, κι' ἔτσι τελούσαμε καί τά Ἅγια Μυστήριά μας. Δέν προλάβαμε ὅμως νά χαροῦμε γιά τήν ἀπόκτηση ἑνός δικοῦ μας Ναοῦ, γιατί σ' ἕνα χρόνο περίπου οἱ ἀρχές μᾶς τόν κατεδάφισαν κατ' ἀπαίτηση τοῦ Χρυσόστομου Παπαδόπουλου, παρά τίς ζωηρές ἀντιδράσεις μας. Εὐτυχῶς ὅμως, πού τότε αἷμα δέν χύθηκε, ὅπως στή Μάνδρα, γιατί ὑπῆρξαν καί μερικοί Χριστιανοί πού φέρθηκαν ψύχραιμα.


      Τόν Μάρτη τοῦ 1929 εἶχεν ἔλθει στό χωριό μας, κρυφά βεβαίως, ὁ Ἱερομόναχος π. Ἀκάκιος[1] γιά νά ἐξομολογήση καί νά κάνη εὐχέλαια, πού τόσο ἐστεροῦντο οἱ Γ.Ο.Χ. τότε.
Στίς 25 Μαρτίου, ἀνήμερά του Εὐαγγελισμοῦ (π. ἐορτ.), σκεφθήκαμε νά βαπτίσουμε καί τήν κόρη μας πού εἶχε πρίν λίγους μῆνες γεννηθῆ. Ἦταν ἄλλωστε μιά εὐκαιρία ἀφοῦ ὑπῆρχε παπάς στό χωριό.


      Ἡ βάπτισις ἔγινε κρυφά στό σπίτι μου καί σέ αὐτοσχέδια ἀπό λαμαρίνα κολυμβήθρα. Μετά τή βάπτιση, ὅπως συνηθίζεται στά χωριά μας, ἀκολούθησε τραπέζι, τό ὁποῖο εὐλόγησε ὁ π. Ἀκάκιος καί στό ὁποῖο κάθησαν οἱ συγγενεῖς καί φίλοι μας. Ὁ π. Ἀκάκιος ἦταν ὁ πρῶτος πού ἄρχισε τήν ψαλμωδία[2] γιά νά γιορτάσουμε τό χαρμόσυνο γεγονός.
Παρ' ὅλες τίς προφυλάξεις μας ἡ παρουσία τοῦ ἱερέως στό σπίτι μου ἐκεῖνο τό βράδυ ἔγινε γνωστή καί προδόθηκε στήν ἀστυνομία.


      Ἔτσι δέν εἴχαμε καλά-καλά τελειώσει στό τραπέζι, ὅταν πληροφορηθήκαμε ὅτι τό σπίτι εἶχε περικυκλωθεῖ ἀπό χωροφύλακες μέ ἐπί κεφαλῆς τόν Ἀνθυπασπιστή τοῦ Σταθμοῦ Χωροφυλακῆς, τόν μακαρίτη Φιλοποίμενα Δεγκλερή. Πιό θερμόαιμος καί ἀνήσυχος ἀπ' ὅλους μας ἦταν ὁ κουμπάρος μου, Ἀθανάσιος Μπότσης. Πετάχθηκε ἀμέσως ἔξω γιά νά ζητήση τό λόγο ἀπό τόν Ἀστυνόμο, πού ἔσπευσε νά τόν καθησυχάση λέγοντάς του·


      - Ἀκοῦστε μέ. Ἀπό σᾶς δέν ζητᾶμε τίποτα. Ἁπλῶς τόν Ἱερέα πού βρίσκεται μέσα θέλουμε νά μᾶς παραδώσετε!


       - Στ' ἀλήθεια, κ. Ἀνθυπασπιστά, σᾶς πέρασε ἀπό τό μυαλό ποτέ ὅτι ὑπάρχει κάποιος σ' αὐτό τό σπίτι ποῦ θέλει νά μιμηθῆ τόν Ἰούδα; Καί προσέξετε καλά, κ. Ἀνθυπασπιστά. Διότι ἄν μεταχειρισθῆτε βία γιά νά ἐπιτύχητε τό σκοπό σας, εἶμαι σίγουρος ὅτι θά χυθῆ αἷμα, γιά τό ὁποῖο θά εἶσθε σεῖς καί μόνον ὑπεύθυνος!


      Αὐτά τά θαρρετά λόγια ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ κουμπάρου μου στόν Ἀστυνομικό, πού θεωροῦσε ἁπλό πράγμα νά τοῦ ἐπιτρέψωμε νά ἁρπάξη, μέσα ἀπό τά χέρια μας, τόν πιό πολύτιμο θησαυρό μας, τόν παπά μας.


      Ἡ εἴδησις ἐν τῷ μεταξύ της πολιορκίας τοῦ σπιτιοῦ μου μαθεύτηκε ἀμέσως σ' ὅλο το χωριό καί δέν ἄργησαν ὅλοι οἱ συγχωριανοί νά τρέξουν γιά νά μᾶς συμπαρασταθοῦν.
Βλέποντας ὁ Ἀστυνόμος ὅτι οἱ χωριάτες μπρός στό δίκηό τους δέν λογάριαζαν τίποτα, κάλεσε ἐμέ κοντά του, ἐπειδή ἤμουν ὁ νοικοκύρης τοῦ σπιτιοῦ καί φοβερίζοντας μέ στήν ἀρχή, μοῦ ζήτησε νά τοῦ παραδώσουμε τόν παπά μας.


      - Ὄχι! κ. Ἀστυνόμε. Αὐτό πού μου ζητᾶς δέν γίνεται! Προτιμῶ νά πεθάνω παρά νά κάνω τέτοια πράξη.


      Ὁ Ἀστυνόμος βλέποντας τότε ὅτι δέν εἶχε πιά ἐλπίδα νά ἐκτελέση τήν ἀποστολή του, φοβούμενος δέ καί αἱματοχυσία ἄν κατέφευγε στή βία, μέ πῆρε ἰδιαιτέρως καί μοῦ ἐκμυστηρεύτηκε·


    - Κύρ Γιάννη, σέ παρακαλῶ, τουλάχιστον κάμε μου τούτη τή χάρη.


- Ὅ,τι θέλεις κύρ- Ἀστυνόμε μου, τοῦ ἀπάντησα. Ἀρκεῖ νά μή μοῦ πῆς πάλι γιά τόν παπά μας.
      - Ὄχι, κύρ-Γιάννη. Δέν πρόκειται ἀκριβῶς γι' αὐτό. Μόνο ἄκουσε μέ. Ἐλεύθερα καθῆστε, φᾶτε, πιήτε, διασκεδάστε ὅσο θέλετε. Πρίν ὅμως ξημερώση θέλω νά ἔχετε φυγαδεύση τόν παπά ἀπό τό χωριό, γιά νά μπορέσω κι' ἐγώ νά δικαιολογηθῶ σ' αὐτούς πού μέ διέταξαν, ὅτι τάχα δέν τόν βρῆκα στό σπίτι σας ἀπόψε.


      - Σύμφωνοι κύρ- Ἀστυνόμε. Καταλαβαίνω τή θέση σας. Ἔχετε ὅμως τόν λόγο μας καί τήν συμπάθειά μας, πού καταλάβατε καί λόγου σας ὅτι ἦταν ἀδύνατον νά γίνη αὐτό πού μᾶς ζητούσατε.


      Ἔτσι καί χωρίς τραγικές συνέπειες πέρασε τό γιορτινό ἐκεῖνο βράδυ. Συνεχίσαμε φυσικά το γλέντι καί κρατώντας τόν λόγο πού δώσαμε, πρίν ξημερώση, ὁ ἱερεύς εἶχε ἀπομακρυνθῆ ἀπό τό χωριό μας. Ὁ Πρόεδρός μας τόν εἶχε μεταφέρει μέ τό αὐτοκίνητό του στήν Ἀθήνα.


      Ἡ κόρη μου δέ, πού εἶχε τήν τιμή νά βαπτισθῆ κάτω ἀπό τέτοιες συνθῆκες, βρίσκεται σήμερα μοναχή στήν Ἱερά Μονή Παναγίας Πευκοβουνογιατρίσσης Κερατέας.
(«ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ» Τόμος Β' σέλ. 89-92).

 

------------------------------------------------------------

 

1. Τό ἔτος 1962 προήχθη σέ Ἀρχιεπίσκοπο τῶν Γ.Ο.Χ.
2. Ἔτσι ἐώρταζαν τά ἡρωικά ἐκεῖνα χρόνια οἱ Γ.Ο.Χ., σύμφωνα ἄλλωστε καί μέ τήν ἀποστολικήν ἐντολή· «εὐθυμεῖ τίς; ψαλλέτω» ( Ἰακ. Ἐ' 13).

 

 

*******************************************


Εὐχαριστοῦμεν τήν ἀδελφότητα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου Ἀθικίων, διά τήν ἄδειαν δημοσιεύσεως ἀποσπασμάτων ἐκ τῆς Ἱστορικῆς σειρᾶς τῶν «ΠΑΤΡΙΩΝ».