Νέα

Κυριακή Ορθοδοξίας 2010

Σημαντική ἐπιτυχία εἶχε ἡ Συνοδική ἐκδήλωση τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλάδος. Ἡ πανηγυρική ἐκδήλωση ἔλαβε χώρα τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, 8/21 Φεβρουαρίου στήν αἴθουσα τελετῶν τοῦ Πολεμικοῦ Μουσείου Ἀθηνῶν, στίς 5.00μ.μ.. Τελετάρχης ἦταν ὁ Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης π. Χριστόδουλος Καραΐσκος.

Τό πρόγραμα ξεκίνησε μέ τήν ψαλμωδία καταλλήλων γιὰ τὴν περίσταση ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων ἀπό τήν βυζαντινή χορωδία ὑπὸ τὴν διεύθυνση τοῦ Καθηγητοῦ τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς κ. Ἀθανασίου Ἰωανίδη.


Στὴν συνέχεια, ὁ Θεοφιλέστατος Ἐπίσκοπος Μαραθῶνος ἔλαβε τόν λόγο ἐκφωνώντας τόν πανηγυρικό τῆς ἡμέρας μέ θέμα:

«Ὁ ἀγῶνας τῶν Ὀρθοδόξων ἐπί εἰκονομαχίας, πρότυπο τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν Ἀγῶνος»

Τό τρίτο μέρος τῆς ἐκδηλώσεως ἀπετέλεσε ἡ ψαλμωδία ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων ἀπό τήν ἴδια χορωδία, ἐνῷ τό ἐπισφράγισμά της ἦταν ὁ σύντομος ἐπίλογος τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν κ. Χρυσοστόμου.

Ἀκολουθεῖ τὸ πλῆρες κείμενο τῆς πανηγυρικῆς ὁμιλίας.

Ὁ ἀγῶνας τῶν Ὀρθοδόξων ἐπί εἰκονομαχίας ὑπόδειγμα τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν ἀγῶνος

Μακαριώτατε Ἀρχιεπίσκοπε τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ.

κ. Χρυσόστομε

Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς

Τίμιον Πρεσβυτέριον

Ἀγαπητοί ἐν Χριστῶ ἀδελφοί,



Ὁ ἀρχαῖος τραγικός συγγραφεύς Εὐριπίδης εἶχε πεῖ «ὄλβιος ὅστις ἱστορίης ἔσχε μάθησιν». Εὐτυχής εἶναι ὅποιος γνωρίζει τήν Ἱστορία. Καί γιά ἐμᾶς, τούς ἀγωνιζομένους τόν καλόν ἀγώνα ὑπέρ τῆς πατρώας εὐσεβείας, εἶναι ἀναγκαῖο νά ἀνατρέξουμε στίς πηγές τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας γιά νά ἀντλήσουμε διδάγματα. Ἀξίζει νά δοῦμε πῶς «οἱ προπάτορες ἡμῶν, οἱ κληροδοτήσαντες εἰς ἡμᾶς τήν εὐσέβειαν» ἀντιμετώπισαν προβλήματα καί καταστάσεις παρόμοια μέ αὐτά πού ἀντιμετωπίζουμε καί ἐμεῖς σήμερα. Ἀρκεῖ, βεβαίως, νὰ ἐξετάσουμε τά θέματα αὐτά, μέσα στά εἰδικά ἱστορικά πλαίσια τῆς ἐποχῆς τους. Διότι ἐκτός ἀπό ὁμοιότητες, ὑπάρχουν καί πολλές διαφορές στά παραδείγματα πού ἐξετάζουμε ἀπό ἐποχές τοῦ παρελθόντος. Οἱ διαφορές αὐτές ἀφοροῦν, κυρίως, τίς ἰδιαίτερες ἱστορικο-κοινωνικές συνθῆκες ἐντός τῶν ὁποίων διεδραματίσθησαν τά ἱστορικά αὐτά γεγονότα. Ἡ ἐποχή τῆς Εἰκονομαχίας παρουσιάζει πολλές ὁμοιότητες μέ τήν σημερινή ἐποχή, ὅσον ἀφορᾶ τά ἐκκλησιαστικά πράγματα στόν γεωγραφικό μας χῶρο.

Οἱ ὁμοιότητες τῶν δύο περιόδων



Μέ τήν εἰκονομαχία ἐπεχειρήθη ἡ εἰσαγωγή στήν Ἐκκλησία «ἐθῶν ἀλλοτρίων». Ἐπιρροές ἀπό τίς ἀνεικονικές θρησκεῖες τῶν Ἑβραίων καί τῶν Μωαμεθανῶν ἐπέδρασαν σημαντικά στήν διαμόρφωση τοῦ εἰκονομαχικοῦ φρονήματος. Γι' αὐτό καί οἱ εἰκονομάχοι ἐκαλοῦντο Ἰουδαιόφρονες καί Σαρακηνόφρονες.

Ὁ Χαλίφης Yazid εἶχε ἐκδόσει περί τό 720 διάταγμα κατά τῶν εἰκόνων.

Γι' αὐτό καί ὁ Λέων ὁ Ἴσαυρος ὅταν ἐξέδωσε διάταγμα κατά τῶν Ἁγ. Εἰκόνων, κατ' οὐσίαν ἀντέγραψε ξένα πρότυπα. Ἕνα ἐπιχείρημα τῶν εἰκονομάχων ἦταν ὅτι, ἀποβάλλοντας τίς ἅγ. εἰκόνες, ἡ χριστιανική ἐκκλησία θά γινόταν πιό ἑλκυστική στούς Ἰουδαίους καί στούς Μωαμεθανούς.

Βέβαια, κανένα τέτοιο ἀποτέλεσμα δέν ὑπῆρξε. Δέν κατεγράφη καμία μεταστροφή Ἑβραίων ἢ Μωαμεθανῶν στόν Χριστιανισμό γιά τόν λόγο αὐτό.

Ὅπως δέν ὑπῆρξε καί μέ τήν ἀλλαγή τοῦ ἑορτολογίου πού ἔγινε, ὅπως λένε γιά νά συνεορτάζουμε «μέ τάς ἀδελφάς ἐκκλησίας τῆς Δύσεως». Καί οἱ οἰκουμενιστές διατύνονται - ὅπως καί οἱ εἰκονομάχοι τότε - ὅτι υἱοθετοῦν τίς καινοτομίες γιά νά προσελκύουν τοὺς ἑτεροδόξους στήν Ὀρθοδοξία.

Τότε οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντέδρασαν γιά νά μή γίνουν καί ἐκεῖνα «σαρασκηνόφρονες» νά μή σαρακηνήσουν. Τώρα ὁ ἀγώνας γίνεται γιά νά μή γίνουμε λατινόφρονες νά μή φραγκέψουμε.

Ἡ εἰκονομαχία προσπάθησε νά ἐπιβληθῆ διά τῆς βίας καί ἐπεκράτησε ὡς θρησκεία τοῦ κράτους γιά 80 ἔτη περίπου.

Παρομοίως καί οἱ νεοημερολογιτικός οἰκουμενισμός. Εἶναι στήν πατρίδα μας κρατική θρησκεία καί ἐπεβλήθη μέσων διωγμῶν τῶν Ὀρθοδόξων. Ἤδη ἐπικρατεῖ ἐπί 86 ἔτη.

Ὅταν ἐπεβλήθη ἡ εἰκονομαχία καί συνῆλθε ἡ εἰκονομαχική σύνοδος τῆς Ἱερείας, ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους τήν ἀπεδέχθησαν, εἴτε διότι ἦταν ἐκ φρονήματος εἰκονομάχοι, εἴτε διότι ὑπέκυψαν «διά τόν φόβον τοῦ Βασιλέως».

Τό ἴδιο καί κατά τόν 20 αἰῶνα, ὅταν ἐπεβλήθη ὁ νεοημερολογιτισμός στήν Ἑλλάδα ὅλοι οἱ Ἀρχιερεῖς - ἀκόμη καί οἱ διαφωνοῦντες - τόν ἐδέχθησαν.

Μαζί μέ τήν εἰκονομαχία καθιερώθηκαν ἄλλες μεταρρυθμίσεις: συντομεύθηκε ἡ θ. λειτουργία, καταργήθηκαν οἱ ἀγρυπνίες καί ἄλλες ἀκολουθίες, νηστεῖες, ἑορτές κ.ἄ.

Παρόμοιες ἀποφάσεις ἔλαβαν καί οἱ οἰκουμενιστές κατά τό λεγόμενο Πανορθόδοξο Συνέδριο τοῦ 1923 μαζί μέ τήν ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου.

Μία ἄλλη ὁμοιότητα πού διαπιστώσαμε κατά τήν σύγκριση τῶν δύο ἐποχῶν εἶναι καί τό ὅτι ὅταν ὁ γηραιός ἡγέτης τῶν Ὀρθοδόξων ὁ Πατριάρχης Γερμανός καθηρέθη ἀθέσμως καί ἐξωρίσθη, τότε ἀνεβιβάσθη στόν θρόνο ἀπό τόν Λέοντα Ἴσαυρο ὁ ὑποτακτικός του Πατριάρχου Σύγκελλος Ἀναστάσιος. Ἔτσι λοιπόν ὁ πρώην ὑποτακτικός τοῦ ἡγέτη τῶν Ὀρθοδόξων ἔγινε Πατριάρχης καί ἀρχηγός τῶν καινοτόμων! Ἐντυπωσιακή ὁμοιότης τῆς περιπτώσεως τοῦ γηραιοῦ ἡγέτου τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων, τοῦ Μακαριστοῦ πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος ὁμοίως καθηρέθη ἀθέσμως καί ἐξωρίσθη τρεῖς φορές χάριν τῆς καλῆς ὁμολογίας, ὁ δέ ὑποτακτικός του, ὁ Διάκονός του στήν Μητρόπολη Πελαγονίας Ἀθηναγόρας, ἔγινε Πατριάρχης, ἡγέτης τῶν καινοτόμων καί ἀξεπέραστη προσωπικότητα στόν χῶρο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ (μέχρι τήν ἐμφάνιση τοῦ νῦν πατριάρχου).

Χρήσιμα διδάγματα



Ἀλλά, ἀρκετά περί τῆς ὁμοιότητας τῶν δύο περιόδων. Τί διδάγματα, ὅμως, μποροῦμε νά ἀντλήσουμε ἀπό τήν ἐποχή τῆς εἰκονομαχίας καί τά ὁποῖα θά μποροῦσαν νά μᾶς φανοῦν χρήσιμα στόν Ἱερό μας ἀγῶνα;

Πρῶτα ἀπ' ὅλα, ἄς δοῦμε ἐάν οἱ Ὀρθόδοξοι τῆς ἐποχῆς τῆς εἰκονομαχίας ἀναγνώριζον τούς εἰκονομάχους ὡς ἀρχιερεῖς πρό τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Ἀναφέρεται στό ἔργο «Λόγος ἀποδεικτικός περί τῶν εἰκόνων» τό ἀποδιδόμενο στόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό:

«Τώρα πές μου· ποιόν νά ἀκολουθήσουμε; Τόν ἅγιο Βασίλειο τόν θαυματουργό ἤ τόν Παστιλᾶ πού ὁδήγησε πολλές ψυχές στήν ἀπώλεια; Ποιόν νά πιστέψουμε; τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, πού διδάσκει τό δρόμο τῆς μετάνοιας καί τῆς σωτηρίας, ἤ τόν Τρικάκαβο, τό δάσκαλο τῆς ἀταξίας καί τῆς ἀπώλειας; Ποιόν νά ἀκούσουμε; τόν Γρηγόριο πού διέπρεψε στή θεολογία, ἤ τόν Κωνσταντίνο τόν ἀνίερο φατριάρχη, τήν καταστροφή ὁλόκληρου τοῦ λαοῦ; Αὐτόν πού ἐξοστράκισε ἀπό τήν ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία τήν ἁγία πίστη τῶν ἁγίων καί σεπτῶν εἰκόνων, μαζί μέ τόν συνονόματό του, ὁ ὁποῖος πῆρε ἀναξίως τά σκῆπτρα τῆς βασιλείας.» (ΕΠΕ, τ.3, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 405).

«Βλέπεις αὐτή τήν παρασυναγωγή, πού τήν συγκρότησαν οἱ κλέφτες καί ὄχι οἱ ποιμένες, ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ;» (ἔ.ἀ., σελ. 407).

«Καί δέν ταιριάζει νά λέγεται σύνοδος, ἀλλά συνέδριο ἰουδαϊκό. (...) Καί ἀφοῦ συγκάλεσαν οἱ ἱερεῖς τῶν Ἰουδαίων τό συνέδριο, πῆραν ἔγκριση ἀπό αὐτό ἐναντίον τοῦ Σωτήρα νά τόν συλλάβουν καί νά τόν σκοτώσουν. Καί ἀφοῦ τόν συνέλαβαν, τόν σταύρωσαν καί ἀφοῦ ἀνάμιξαν ξίδι καί χολή, ἔβαλαν σφουγγάρι στό καλάμι καί τό πρόσφεραν στό στόμα του καί παίρνοντας λόγχη τρύπησαν τήν ἁγία του πλευρά. Ἔτσι, οἱ ἄλλοτε υἱοί ἔγιναν ξένοι πρός τήν εὐγένεια τῶν πατριαρχῶν καί πατέρων τους.» (ἔ.ἀ., σελ. 409).

«Καί συγκαλώντας συνέδριο οἱ ἱερεῖς τῶν Χριστιανῶν, μαζί μέ τούς βασιλεῖς, πού εἶχαν ἁρπάξει ἀναξίως τή βασιλεία καί εἶχαν εἰσπηδήσει στά προαύλιά της τυραννικά, ἔβγαλαν ἀπόφαση ἀπό τούς πονηρούς συλλογισμούς καί οἱ ἴδιοι σχεδίασαν δόλια καί ἀπερίσκεπτα ἐνάντια στήν εἰκόνα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί τήν καταδίκασαν νά καταπατηθεῖ ἀπό τά παράνομα πόδια τους, ἀντί τῆς σαρκικῆς σταύρωσης πού διέπραξαν οἱ Ἰουδαῖοι. Καί ὅπως οἱ ἄνομοι ἀνάμιξαν ξίδι καί χολή καί τό ἔφεραν στό στόμα τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι καί αὐτοί ἀνακάτεψαν νερό καί ἀσβέστη, καί βάζοντας σφουγγάρι σέ ξύλο τό ἔφεραν στήν ὅμοια μέ σάρκα μορφή τῆς τίμιας εἰκόνας καί τήν ἐπέχρισαν. Καί ἀντί τῆς λόγχης πού τρύπησε τήν ζωοδότρα πλευρά τοῦ Χριστοῦ, παίρνοντας ἀμφίστομο σπαθί, τήν κατέσκαψαν, τήν ἀπόξεσαν καί τήν ἐξαφάνισαν ἀπό τήν ἐκκλησία, καί ὁλοκλήρωσαν καί αὐτοί τό ἔργο τῶν Ἰουδαίων καί παρέδωσαν τόν ἑαυτό τους στό διάβολο. Τί συμφορά! τί τρέλλα! τί ἐξαπάτηση τῶν Χριστιανῶν! Ἀκόμα καί οἱ βασιλεῖς καί οἱ ἀρχιερεῖς πού θεωροῦνταν Χριστιανοί, ἀποξένωσαν τούς ἑαυτούς τους ἀπό τήν ἄψογη πίστη, καί ἔρριξαν οἱ ἴδιοι τούς ἑαυτούς τους στό βάραθρο τῶν Ἰουδαίων, μέσα σέ βραχύ χρονικό διάστημα. Ἀλίμονο σέ σένα, διάβολε, ξένε τοῦ Θεοῦ, πού ἀνέμιξες τούς Χριστιανούς μέ τούς Ἰουδαίους.» (ἔ.ἀ., σελ. 411).

Ὁ πατριάρχης τῶν εἰκονομάχων ἀποκαλεῖται «ἀνίερος φατριάρχης», ἡ εἰκονομαχική Σύνοδος τῆς Ἱερείας «ἑβδελυγμένη παρά Θεοῦ καί τῶν Ἁγίων αὐτοῦ», «θεομίσητος», «παρασυναγωγή» καί «Ἰουδαϊκόν Συνέδριον». Οἱ εἰκονομάχοι ἀρχιερεῖς καλοῦνται «ἅρπαγες καί οὐχί ποιμένες» καί παρομοιάζονται μέ τούς σταυρωτάς τοῦ Χριστοῦ.

Ἂς δοῦμε τώρα τί γράφει ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ὁμολογητής στήν χρονογραφία του. Περιγράφοντας τήν παραίτηση τοῦ μετανοημένου Εἰκονομάχου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Παύλου ἀναφέρει τά λόγια μέ τά ὁποῖα αἰτιολόγησε τήν ἀπόφασή του στήν Βασίλισσα Θεοδώρα: «Μήπως δέν θά ἔπρεπε νά ἔχω ἀνέλθει καθόλου στόν ἱερατικό θρόνο, ἐφόσον ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ὑφίστατο διώξεις, διαχωρισμένη καθώς ἦταν ἀπό τούς ἄλλους Καθολικούς (Ὀρθόδοξους) θρόνους καί ὑποκείμενη σέ ἀναθεματισμό». (Θεοφάνους Ὁμολογητοῦ, «Χρονογραφία», Μεταφρ. Ἀρχιμ. Ἀνανία Κουστένη, τ. Γ΄, ἐκδ. Ἀρμός, Ἀθῆναι 2007, σελ. 1245).

Ὁ ἴδιος ὑποδεικνύει τόν ἀσηκρῆτι (βασιλικό γραμματέα) Ταράσιο ὡς τόν καταλληλότερο γιά διάδοχό του. Ὁ Ταράσιος, ὅμως, κοσμικός ὤν καί αὐτοκρατορικός ἀξιωματοῦχος, δέν ἤθελε νά γίνει Πατριάρχης, ἀφ’ ἑνός μέν φοβούμενος τό βάρος τῆς ἀρχιερωσύνης ἀλλά καί διότι θεωροῦσε τήν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως βαρυνομένη μέ ἀνάθεμα, λόγω τῆς εἰκονομαχικῆς αἱρέσεως. Εἶπε: «Βλέπω ἐπίσης ὅτι ἐμεῖς κατά καιρούς μιλᾶμε μ' ἕνα συγκεκριμένο τρόπο, ἐνῶ οἱ ὁμόπιστοί μας, οἱ Χριστιανοί τῆς Ἀνατολῆς, μιλοῦν διαφορετικά καί οἱ Δυτικοί συμφωνοῦν μαζί τους, ἐνῶ ἐμεῖς ἔχουμε ἀποξενωθεῖ ἀπό ὅλους αὐτούς καί ἀναθεματιζόμαστε καθημερινά ἀπ' αὐτούς. Τό ἀνάθεμα εἶναι τρομερό πράγμα. Ὁδηγεῖ κάποιον μακριά ἀπό τό Θεό, τόν ὠθεῖ μακριά ἀπό τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν πρός τό ἐξώτερο σκότος. (...) Καί ἄν οἱ βασιλεῖς μας, οἱ προστάτες τῆς Ὀρθοδοξίας, καταδεχθοῦν νά ἐγκρίνουν τό αἴτημά μου, τότε κι ἐγώ δέχομαι νά ἐκπληρώσω τήν ἐντολή τους καί δέχομαι τήν ἐκλογή σας. Ἄν ὅμως ὄχι, μοῦ εἶναι ἀδύνατον νά τό κάνω, γιά νά μήν ὑποβληθῶ σέ ἀνάθεμα καί καταδικαστῶ τήν ἡμέρα τοῦ Κυρίου μας καί Κριτοῦ τῆς δικαιοσύνης, ὅταν οὔτε βασιλιάς, οὔτε ἱερέας οὔτε ἄρχοντες οὔτε πλῆθος ἀνθρώπων θά εἶναι σέ θέση νά μέ ἀπαλλάξουν.» (ἔ.ἀ., σελ. 1249, 1251, 1253).

Ὥστε λοιπόν ἡ εἰκονομαχική Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἦταν ἀναθεματισμένη καί ἀποκεκομένη ἀπό τόν κορμό τῆς Ἐκκλησίας ἤδη καί πρό τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Ἀκόμη ἂς δοῦμε, πῶς οἱ Ὀρθόδοξοι θεωροῦν τούς εἰκονομάχους, ὡς ἐντός Ἐκκλησίας ἤ ἐκτός Αὐτῆς;

Στά Πρακτικά τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου γράφει περί τῶν μετανοημένων εἰκονομάχων ἀρχιερέων:

α) «Βασίλειος ὁ ἐπίσκοπος Ἀγκύρας εἶπεν· ὅσον ἦν εἰς δύναμίν μου, δεσπόται, ἐξήτασα τὴν ὑπόθεσιν, καὶ πᾶσαν πληροφορίαν δεξάμενος, προσῆλθον τῇ καθολικῇ ἐκκλησία ὁ ἔσχατος ὑμῶν δοῦλος. Ταράσιος ὁ ἁγιώτατος πατριάρχης εἶπεν· δόξα τῷ Θεῷ τῷ θέλοντι πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν άληθείας ἐλθεῖν.» Καί στήν συνέχεια ὁ ἴδιος μετανοημένος Ἐπίσκοπος Ἀγκύρας στόν λίβελλό του ἀναφέρει: «...καὶ ἐγὼ Βασίλειος ὁ ἐπίσκοπος Ἀγκύρας τῆς πόλεως, προαιρούμενος ἑνωθῆναι τῇ καθολικῇ ἐκκλησία,... » (Πρακτικά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τ.3, σελ. 229).

β) Καί ἀλλοῦ: «...προσήχθη Θεόδωρος ὁ εὐλαβέστατος ἐπίσκοπος Μύρων τῆς Λυκίας καὶ εἶπε· κᾀγὼ ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ ἀνάξιος πολλά ψηλαφήσας καὶ ἐρευνήσας, καὶ τὸ κρεῖττον ἐπιλεξάμενος, δέομαι τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ὑμετέρας ἁγιωσύνης, ἵνα μετὰ πάντων κᾀγὼ ὁ ἁμαρτωλὸς ἑνωθῷ τῇ ἁγίᾳ καθολικῇ ἐκκλησία. (...) Εὐθύμιος ὁ ὁσιώτατος ἐπίσκοπος Σάρδης εἶπεν εὐλογητός ὁ Θεός ὁ ἑνώσας αὐτὸν τῇ καθολικῇ ἐκκλησία» (ἔ.ἀ., σελ. 230).

γ) «Καὶ προσήχθη Θεοδόσιος ὁ ἐπίσκοπος τοῦ Ἀμορίου, καὶ εἶπε· (...) καὶ παρακαλῶ τὴν ἁγίαν ὑμῶν σύνοδον, ἵνα μετὰ πάντων τῶν Χριστιανῶν δέξησθαι κᾀμὲ τὸν ἀνάξιον ὑμῶν δοῦλον. (...) δέξασθαί με, ὡς ἐδέξατο ὁ Θεὸς τὸν ἄσωτον, καὶ τὴν πόρνην, καὶ τὸν ληστήν. Ζητήσατέ με, καθώς ἐζήτησεν ὁ Χριστὸς τὸ ἀπολωλὸς πρόβατον, ὅ ἀνέλαβεν ἐπὶ τῶν ὤμων». (ἔ.ἀ., σελ. 230-231).

Βλέπουμε λοιπόν ὅτι κατά τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο οἱ μετανοημένοι Εἰκονομάχοι Ἀρχιερεῖς θεωροῦν καί οἱ ἴδιοι ὅτι εἶναι ἀποκεκομένοι ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἐντάσσονται σ’ Αὐτήν.

Ἂς δοῦμε ὅμως καί τίς ἐπιστολές τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ἂν μποροῦμε νὰ ἀντλήσουμε ἀπὸ αὐτές χρήσιμα διδάγματα για τον ἱερό μας ἀγῶνα. Γράφει (πρός Θεόδωρον Μονάζοντα): «ἐν κεφαλαίῳ δὲ εἰπεῖν, τὸν ἢ ὑπογραφῇ ἢ κοινωνίᾳ αἱρετικῇ ἁλόντα ἱερέα ἢ ἁπλῶς διάκονον εἴργεσθαι παντάπασιν τῆς ἱερουργίας, ἀλλὰ γὰρ καὶ τῆς κοινωνίας, μετὰ δὲ τὴν τῆς ἐπιτιμίας περαίωσιν τῶν μὲν ἁγιασμάτων μετέχειν, τῆς δὲ λειτουργίας οὐδαμῶς, ἕως ἁγίας συνόδου, εὐλογεῖν δὲ ἢ καὶ εὔχεσθαι ὡς κοινὸν μοναχόν, οὐχ ὡς ἱερωμένον, ἀλλὰ καὶ τοῦτο μετὰ συμπλήρωσιν ἐπιτιμητικήν·» (Θεοδώρου Στουδίτου, «Ἄπαντα», σειρά «Φιλοκαλία», τ. 18Γ ἐκδ. ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 270 ).

Γράφει ἀκόμη σέ μία ἄλλη ἐπιστολή του (πρός Εἰρήνην Ἡγουμένην): «ἐπὶ δὲ τῇ τοῦ πρεσβυτέρου ὑποθέσει μετατακτέον τὸν λόγον. οὔ τί που ἡμεῖς, ὦ ἀμμάς, νῦν μὲν τοῦτο λέγομεν, αὔριον δὲ ἕτερον, ἀλλ' ὁ αὐτὸς λόγος ἡμῖν ἐστιν ἀεί· τί τοῦτο; τὸν ἁλόντα πρεσβύτερον τῇ κοινωνίᾳ τῶν αἱρετικῶν, εἴ γε μάλιστα καὶ ὑπογραφῇ, μὴ ἐξεῖναι ἱερουργεῖν ἕως καιροῦ ὀρθοδόξου συνόδου, ἐφ' ᾗ τὰ τοιαῦτα καὶ θεωρηθήσεται καὶ διακριθήσεται, ἢ μόνον τὸ κατὰ περίστασιν βαπτίζειν, ἐκκομίζειν νεκρόν, διδεῖν σχῆμα μοναχῷ, ἁγιάζειν τῶν Θεοφανίων τὸ ὕδωρ, εὐαγγελίζεσθαι κατ' ὄρθρον καὶ μεταδιδόναι τῶν ἁγιασμάτων, ἤδη θεουργηθέντων ὑπὸ σεσωσμένου πρεσβυτέρου. καὶ ταῦτα, ὡς εἶπον, ἐξ ἀνάγκης, ἐπεί, εὑρισκομένου τοῦ μὴ ἐμπαρέντος τῇ κοινωνίᾳ ἱερέως, οὐδὲ τὰ προειρημένα πράσσειν ἐξόν.» (ἔ.ἀ. σελ. 450, 452).

Καί στήν ἐρώτηση πώς πρέπει νά ἀντιμετωπίζονται αὐτοί πού ἦλθαν σέ κοινωνία μέ την αἵρεση, ὁ ὅσιος Θεόδωρος ἀπαντᾶ: «...εἰ μὲν πρεσβύτερος ἢ διάκονος, εἰργέσθω τῆς ἱερουργίας ἕως συνόδου ὀρθοδοξίας, μετὰ δὲ ἐπιτιμίαν τὴν προσήκουσαν μετεχέτω τῶν ὀρθοδόξων ἁγιασμάτων, ἡ δὲ δύναμις τῆς ἐπιτιμίας ἀμεθεξία ἐστὶ τῶν ἁγιασμάτων καθ' ὃν καιρὸν ἢ καιροὺς ὁ ἐπιτιμῶν οἰκονομοίη·» (ἔ.ἀ. σελ. 504).

Δηλαδή, φαίνεται καθαρότατα ὅτι –κατὰ τὸν Ἁγιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη- τό ἐπιτίμιο γιὰ τὴν πτώση τοῦ κληρικοῦ στό σφᾶλμα τῆς κοινωνίας μὲ τὴν αἵρεση ἐφαρμόζεται ἀμέσως. Ἡ Σύνοδος δέν χρειάζεται νὰ συνέλθει γιὰ τὴν ἐπιβολή τοῦ ἐπιτιμίου, ἀλλά γιὰ νὰ ἀποφανθεῖ γιὰ τὴν λύση του.

Ὅμως καὶ κάτι ἄλλο πολύ χρήσιμο συναντοῦμε στὶς ἐπιστολές τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου. Πολύς λόγος γίνεται ἀπό κύκλους νεοημερολογιτῶν γιὰ τὶς ἀρχιερατικές χειροτονίας τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπὸ τοὺς Ρώσους τῆς Διασπορᾶς. Ὅτι εἶναι ὑπερόριες καί ἄρα ἀντικανονικές καί ἄδεκτες. Παρόμοιο πρόβλημα ὑπῆρχε καὶ κατὰ τὸν καιρό τῆς εἰκονομαχίας. Πολλοί πού ήθελαν νά χειροτονηθοῦν ἀπό ὀρθοδόξους Ἀρχιερεῖς, ἔφευγαν ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς Αὐτοκρατορίας πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη, τότε, Ρώμη καί Νεάπολη καί Λογγοβαρδία. Ἐτέθη τότε τό θέμα ἄν ἔπρεπε νὰ γίνουν δέκτές αὐτές οἱ ὑπερόριες χειροτονίες. Γι’ αὐτό, στὴν ἐπιστολή του πρὸς Μεθόδιον Μονάζοντα ὁ Ἁγιος ἀναφέρει: «Ἐρώτησις. περὶ τῶν χειροτονηθέντων πρεσβυτέρων ἐν Ῥώμῃ, ἐν Νεαπόλει καὶ ἐν Λαγγιβαρδίᾳ ἀκηρύκτων καὶ ἀπολελυμένων, εἰ χρὴ τοὺς τοιούτους δέχεσθαι καὶ κοινωνεῖν αὐτοῖς καὶ συνεσθίειν καὶ συνεύχεσθαι. Ἀπόκρισις. ἐν καιρῷ αἱρέσεως οὐ κατὰ τὰ ἐν εἰρήνῃ τυπωθέντα πάντως ἀπαραλείπτως γίνεται διὰ τὴν ἀναγκάζουσαν χρείαν, ὅπερ φαίνεται πεποιηκὼς ὅ τε μακαριώτατος Ἀθανάσιος καὶ ὁ ἁγιώτατος Εὐσέβιος, ὑπερορίους χειροτονίας ἀμφότεροι ποιησάμενοι. Καὶ νῦν δὲ τὸ αὐτὸ ὁρᾶται πραττόμενον ἐν τῇ παρούσῃ αἱρέσει. Ὥστε οἱ ὑποδηλωθέντες, εἰ οὐ προδήλως εἰσὶ κατεγνωσμένοι, οὐδαμῶς ἐκ τοῦ οὕτως χειροτονηθῆναι ἀποτροπιαῖοι, ἀλλὰ προσδεκτέοι κατὰ τέσσαρας προτάσεις»(ἔ.ἀ. σελ. 486).

Εἶναι σαφέστατος ὁ Ἁγιος: κατὰ τὸν καιρὸ τῆς αἱρέσεως τὰ πράγματα δέν γίνονται ὅπως στόν καιρό τῆς εἰρήνης. Καί στὴν περίπτωση αὐτή, λοιπόν, οἱ ὑπερόριες χειροτονίες γίνονται δεκτές.

Πατριαρχική Ἐγκύκλιος



Τίς ἡμέρες αὐτές κυκλοφόρησε ἀπό τό Πατριαρχ. Κωνσταντινουπόλεως μιά ἐγκύκλιος ἐπί τή Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας. Στήν ἐγκύκλιο αὐτή ὁ Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος ὑπεραμύνεται τῶν οἰκουμενιστικῶν του ἀνοιγμάτων, κατά τρόπον ἀπροκάλυπτο.

Λέγει: «ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι μουσιακός θησαυρός διά νά συντηρῆται, ἀλλά πνοή ζωῆς διά νά μεταδίδεται καί ζωογονῆ τούς ἀνθρώπους».

Ἅπαντοῦμε: ἡ παραδοθεῖσα πίστις εἶναι ἀμετάβλητη. Εἶναι ἡ ἄνωθεν ἀποκεκαλυμένη ἀλήθεια καί εἶναι ἀπό μόνη της ἀμετάβλητη. Δέν χρειάζεται κανενός εἴδους συντήρηση. Ζώσα πνοή εἶναι ἡ χάρις τοῦ Ἁγ. Πνεύματος ἡ ὁποία μεταμορφώνει τούς ἀνθρώπους. Ἡ μέθοδος, ὁ τρόπος τῆς μεταμορφώσεως αὐτῆς εἶναι σταθερός καί ἀμετάβλητος καί εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Οἱ μεταμορφώσεις τῶν ἀνθρώπων πού ἐγκολπώνονται τήν Ὀρθοδοξία εἶναι μία διαδικασία συνεχής καί ἐπαναλαμβανόμενη.

Ἀναφέρει ἀκόμη: «H Ὀρθοδοξία εἶναι πάντοτε ἐπίκαιρος, ἀρκεῖ νά τήν προβάλλουμε μέ ταπεινοφροσύνην καί νά τήν ἑρμηνεύουμε λαμβάνοντες ὑπ' ὄψιν τάς ἀναζητήσεις καί τάς ὑπαρξιακάς ἀνάγκας τοῦ Ἀνθρώπου εἰς κάθε ἐποχήν καί πολιτισμικόν περίγυρον».

Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι ὅτι οἱ οἰκουμενισταί δέν «προβάλλουν μέ ταπεινοφροσύνην» τήν Ὀρθοδοξία ἀλλά τήν μεταβάλλουν καί τήν προσαρμόζουν στά ἀνθρώπινα μέτρα.

Ἡ ὀρθοδοξία ὅμως δέν προσαρμόζεται στά μέτρα τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι -ὅπως προείπαμε- ἀξία σταθερή. Οἱ ἄνθρωποι πρέπει νά τήν ἀποδεχθοῦν καί νά προσαρμοσθοῦν στά δικά της μέτρα.

Ἀναφέρει ἀκόμη: Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν φοβεῖται τόν διάλογον, διότι καί ἡ ἀλήθεια δέν τόν φοβεῖται. Ἀντιθέτως, ἐάν ἡ Ὀρθοδοξία κλεισθῆ εἰς τόν ἑαυτόν της καί δέν διαλέγεται μέ τούς ἐκτός αὐτῆς, ὄχι μόνον θά ἀποτύχη εἰς τήν ἀποστολήν της, ἀλλά καί θά μετατραπή ἀπό «καθολική» καί «κατά τήν οἰκουμένην» Ἐκκλησία πού εἶναι, εἰς μίαν ἐσωστρεφή καί αὐτάρεσκον ὁμάδα, εἰς ἕνα «γκέττο» εἰς τό περιθώριον τῆς ἱστορίας.»

Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι Καθολική διότι ἀπευθύνεται σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους τῆς οἰκουμένης. Φυσικά δέν φοβεῖται τόν διάλογο, ἀλλά διαλέγεται γιά νά πείσει τούς ἐκτός ἐκκλησίας νά δεχθοῦν τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως καί ὄχι γιά νά αὐτομεταβληθεῖ. Αὐτό πού κάνουν οἱ οἰκουμενισταί δέν εἶναι διάλογος ἀλλά ὑποχωρήσεις. Ὁ Ἀπ. Παῦλος δέν λέγει ὄχι στόν διάλογο, ἀλλά «μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ». Ὁ διάλογος δέν μπορεῖ νά εἶναι αἰώνιος, ἐάν οἱ ἀλλοτριοφρονοῦντες δέν πείθονται.

Διά τόν λόγον αὐτόν καί οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας οὐδέποτε ἐφοβήθησαν τόν διάλογον μέ τόν πνευματικόν περίγυρον τῆς ἐποχῆς των, ἀκόμη καί μέ τούς εἰδωλολάτρας φιλοσόφους τῶν χρόνων των, καί μέ τόν τρόπον αὐτόν ἐπηρέασαν καί διαμόρφωσαν τόν πολιτισμόν τῆς ἐποχῆς των καί μᾶς παρέδωσαν μίαν Ἐκκλησίαν ἀληθινά οἰκουμενικήν.

«Οἰκουμενικήν» ἀλλ' ὄχι «οἰκουμενιστικήν» κ. Πατριάρχα. Σείς μέ τούς ἐπί 80 ἔτη διαλόγους τί κατορθώσατε. Μήπως οἱ αἱρετικοί μέ τούς ὁποίους διαλέγεσθε πλησίασαν τήν Ὀρθοδοξία; Ἀπεναντίας. Ἔγιναν χειρότεροι ἀπό πρίν καί ἐκεῖνοι, ἀλλά καί ἐσεῖς πού διαλέγεσθε ἄσκοπα μέ αὐτούς. Καί ἔπειτα σείς δέν ἀρκεῖσθε στούς διαλόγους, ἀλλά προχωρεῖτε καί σέ συμπροσευχές καί συλλείτουργα μέ τούς ἑτεροδόξους. Πότε οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἔκαναν τέτοια πράγματα. Τό ἀντίθετο. Τά ἀπαγόρευαν κατηγορηματικῶς.

«Ὀφείλομεν», ἀναφέρει στήν συνέχεια, «πρῶτον νά συνομιλήσωμεν οἱ χριστιανοί μεταξύ μας καί νά λύσωμεν τάς διαφοράς μας, διά νά εἶναι ἀξιόπιστος ἡ μαρτυρία μας πρός τόν ἔξω κόσμον τίς διαφορές μας. Ὥστε πρόκειται νά «λύσουμε τίς διαφορές μας.»

Τί διαφορές νά λύσουμε καί πῶς; Μήπως μέ ἀμοιβαῖες ὑποχωρήσεις; Ἤ μήπως μέ τήν ἀδιαφορία γιά τίς διαφορές; Μᾶλλον μέ τό δεύτερο. Θά παρακάμψουν τίς διαφορές ἀνεχόμενοι τίς διαφορές ἀλλήλων καί προχωροῦντες σέ ἑνότητα. Κάτι τέτοιο εἶχε προτείνει ὁ Αὐτοκράτωρ Μιχαήλ ὁ Τραυλός (μετριοπαθής εἰκονομάχος). Διέταξε νά λησμονηθοῦν καί οἱ εἰκονομαχικές καί οἱ ὀρθόδοξες σύνοδοι τῆς τελευταίας περιόδου καί οἱ μέν νά ἀνέχονται τούς δέ. Ζήτησε καί κοινή συνδιάλεξη τῶν δύο μερίδων ἀλλά οἱ Ὀρθόδοξοι ἀρνήθηκαν (Στεφανίδου Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, σελ. 263).

Συνεχίζει ἡ Πατριαρχική ἐγκύκλιος: «Ἡ προσπάθεια διά τήν ἑνότητα τῶν χριστιανῶν εἶναι θέλημα καί ἐντολή τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος πρό τοῦ Πάθους Του προσηύχετο πρός τόν Πατέρα «ἵνα πάντες (οἱ μαθηταί Του) ἕν ὧσιν, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύση ὅτι σύ μέ ἀπέστειλας» (Ἰωάν. 17, 21). Δέν εἶναι δυνατόν ὁ Κύριος νά ἀγωνιᾶ διά τήν ἑνότητα τῶν χριστιανῶν καί ἡμεῖς νά μένωμεν ἀδιάφοροι. Τοῦτο θά ἀποτελοῦσε ἐγκληματικήν προδοσίαν καί παράβασιν τῆς ἐντολῆς Του».

Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἡ προσευχή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νά ἑνωθοῦν μέ τόν Χριστό. Ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό γίνονται ἕνα καί μεταξύ τους. Ὄχι ἀτελείωτες συζητήσεις καί διαπραγματεύσεις γιά ἐπίπλαστες ἑνότητες. Παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀκριβῶς αὐτό τό ὁποῖο πράττουν οἱ οἰκουμενιστές. Διότι ἡ ἑνότητα πού προωθοῦν δέν ἔχει ὡς βάση τήν μοναδικότητα τῆς ἀληθείας τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά ἀντιθέτως: τήν καταστρατηγεῖ.

Γράφει στήν συνέχεια: «Ἀκριβῶς δι' αὐτούς τούς λόγους, τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον μέ τήν σύμφωνον γνώμην καί συμμετοχήν ὅλων τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν διεξάγει ἀπό πολλῶν δεκαετιῶν πανορθοδόξους ἐπισήμους θεολογικούς διαλόγους μετά τῶν μεγαλυτέρων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν. Σκοπός αὐτῶν τῶν διαλόγων εἶναι νά συζητηθοῦν μέ πνεῦμα ἀγάπης ὅλα ὅσα χωρίζουν τούς χριστιανούς τόσον εἰς τήν πίστιν των ὅσον καί εἰς τήν ὀργάνωσιν καί ζωήν τῆς Ἐκκλησίας.»

Τήν ἀπάντηση δίδει ὁ Ἀπ. Παῦλος: «Μετά μίαν καί δευτέραν τοποθεσίαν παραστοῦ». Ἄρα δέν εἶναι πρός καύχησή του ἡ ἐπίκληση τῶν πολλῶν δεκαετιῶν πού συζητοῦν μέ τούς ἑτεροδόξους.

Τούς διαλόγους αὐτούς καί κάθε προσπάθεια εἰρηνικῶν καί ἀδελφικῶν σχέσεων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τούς ἄλλους χριστιανούς πολεμοῦν σήμερον, δυστυχῶς, καί μάλιστα μέ φανατισμόν ἀπαράδεκτον διά τό Ὀρθοδόξον ἦθος, ὡρισμένοι κύκλοι πού διεκδικοῦν διά τόν ἑαυτόν των ἀποκλειστικῶς τόν τίτλον τοῦ ζηλωτοῦ καί ὑπερασπιστοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας.

Δέν ἔχει σημασία τί λέγουμε ἐμεῖς. Τούς διαλόγους «αὐτούς πολεμοῦν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι Πατέρες μένα ἀπό τούς Ι. Κανόνες καί τά συγγράμματα πού μᾶς ἄφησαν. Ἐμεῖς αὐτούς ἀκολουθοῦμε.

Διαδίδουν ψευδῶς ὅτι ἐπίκειται ἡ ἕνωσις μεταξύ Ρωμαιοκαθολικῶν καί Ὀρθοδόξων, ἐνῶ γνωρίζουν ὅτι αἱ διαφορά πού συζητοῦνται εἰς τόν θεολογικόν διάλογον μεταξύ αὐτῶν, εἶναι ἀκόμη πολλαί, καί θά ἀπαιτήση μακρόν χρόνον ἡ συζήτησίς των.

Μήπως, ἐν τέλει, δέν ἔχει ἀνάγκην τήν ἕνωσιν μέ τούς Λατίνους ὁ κ. Πατριάρχης; Διότι ὅπως ἐξελίσσεται ἡ κατάσταση ἀρχίζει νά ἐπικρατεῖ καί στήν Ἀνατολή ἡ παπική νοοτροπία τῆς Δύσης. Τί νά τόν κάνουμε -λοιπόν- τόν πάπα τῆς Ρώμης, ὅταν θά ἔχουμε πάπα στή νέα Ρώμη; Θά ἔχετε ἀκούσει ἀσφαλῶς τόν ὅρο «ὁ προκαθήμενος τῆς Ὀρθοδοξίας» καί ὁ «Ἀρχηγός 250 ἑκατομ. Ὀρθοδόξων». Ἀπό τότε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀπέκτησε ἄλλο ἀρχηγό ἀπό τόν Χριστό καί ἀπό τότε ὁ Ἐπίσκοπος μίας πόλεως διεκδικεῖ τόν τίτλο τοῦ Ἐπισκόπου ὅλων τῶν πιστῶν τῆς γῆς; Αὐτά ὁ πάπας τά ἰσχυρίζεται. Ἰδού - λοιπόν - ὁδεύουν σέ μία μελλοντική ἑνωμένη ἐκκλησιαστική κατάσταση μέ δύο πάπες. Ἕναν στήν Δύση καί ἕναν στήν Ἀνατολή. Ἴσως νά υἱοθετήσουν ὡς σύμβολο τόν δικέφαλο ἀετό ὅπου ἡ μία κεφαλή θά φέρει παπική τιάρα καί ἡ ἄλλη πατριαρχική μήτρα...

Κατηγοροῦν ὅσους διεξάγουν τούς διαλόγους ὡς δῆθεν «αἱρετικούς» καί «προδότας» τῆς Ὀρθοδοξίας, ἁπλῶς καί μόνον διότι διαλέγονται μέ τούς ἑτεροδόξους, προβάλλοντες εἰς αὐτούς τόν πλοῦτον καί τήν ἀλήθειαν τῆς Ὀρθοδόξου πίστεώς μας.

Ὁ πλοῦτος τῆς Ὀρθοδοξίας δέν προβάλλεται μέ συλλείτουργα καί συμπροσευχές μέ τούς ἑτεροδόξους καί τούς ἀλλοθρήσκους. Οὔτε μέ ἑόρτια πατριαρχικά μηνύματα στά ραμαζάνια καί τά μπαϊράμια. Πότε οἱ ἅγιοι πατέρες ἔκαναν τέτοια πράγματα;

Ὁμιλοῦν ἀπαξιωτικά διά κάθε προσπάθειαν συνδιαλλαγῆς μεταξύ τῶν διηρημένων χριστιανῶν καί ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητός των ὡς δῆθεν «παναίρεσιν τοῦ οἰκουμενισμοῦ» χωρίς νά παρέχουν καμμίαν ἀπόδειξιν ὅτι κατά τάς ἐπαφάς της μέ τούς μή Ὀρθοδόξους ἤ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐγκατέλειψε ἤ ἀρνήθηκε τά δόγματα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἕνα μικρό παράδειγμα μόνον: «Σέ συνεντεύξεις τους ὁ κ. Ζηζιούλας παλιότερα καί ὁ καρδινάλιος κ. Βάλτερ Γκάσπερ προσφάτως σέ Ἰταλικά ἔντυπα ἀναφέρθηκαν στούς διαλόγους τους. Ἔχουν συμφωνήσει ἤδη ὅτι ὁ πάπας ἔχει πρωτεῖα καί τά πρωτεῖα του δέν εἶναι μόνον «πρωτεῖα τιμῆς» ἀλλά καί κάτι παραπάνω. Αὐτό τό «κάτι παραπάνω» ἀπέμενε νά διευκρινήσουν. Δηλαδή, τό πῶς θά ἀσκή ὁ (κάθε) πάπας τά πρωτεῖα ἐξουσίας του.»

Καί καταλήγει τό μήνυμα μέ τήν αὐτάρεσκη ἀναφορά τοῦ Πατρ. Κωνσταντινουπόλεως ὡς «Κέντρου τῆς Ὀρθοδοξίας». Ἐάν ἦταν πράγματι ὀρθόδοξο, θά ἦταν ἕνα κέντρο συντονισμοῦ. Τώρα ὅμως, τό Φανάριον ἔπιχειρεί νά ἀσκή ἐξουσία. Ἐπεμβαίνει αὐθαίρετα σέ ἄλλες Τοπικές Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες. Ἔχει ἔλθει σέ ρήξη μέ Ἱεροσόλυμα, Μόσχα καί Ἀθήνα καί σέ κάποιες περιπτώσεις περισσότερο ἀπό μία φορά. Κανένα φανάρι ὅμως δέν εἶναι κέντρον ὀρθοδοξίας. Δέν ὑπάρχει γεωγραφικό σημεῖο ἀπό τό ὁποῖο ἐξαρτᾶται ἡ Ὀρθοδοξία. Ἡ Κπολη ὑπῆρξε πολλάκις στό παρελθόν -ὅπως εἶναι καί τώρα- κέντρον κακοδοξίας. Ἐπί Νεστορίου, Μακεδονίου, τῶν αἱρεσιαρχῶν Ἀναστασίου, Κωνσταντίνου, Θεοδώρου Κασιτερά, Ἰωάννου Γραμματικοῦ τῶν εἰκονομάχων Πατριαρχῶν καί ἄλλοτε πολλάκις τό Πατρ. Κωνσταντινουπόλεως ὑπῆρξε ἑστία τῆς Κακοδοξίας.

Πραγματικό κέντρο τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἡ ἀλήθεια δηλ. ὁ Χριστός καί χρέος ὅλων μας ὡς Ὀρθοδόξων εἶναι νά μείνουμε ἑνωμένοι μέ τό κέντρο αὐτό.

Ἐπίλογος


Σεβαστοί πατέρες καί ἀγαπητοί ἀδελφοί,

Κλείνοντας τήν παροῦσα πανηγυρική ὁμιλία ἐπιτρέψατέ μου νά κάνω μία πνευματική ἀναγωγή. Ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι μία εἰκόνα Θεοῦ. Ἐπλάθημεν κατ' εἰκόνα Θεοῦ. Τό «κατ' εἰκόνα» ἀναφέρεται στό λογικόν καί αὐτεξούσιον τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτή ἡ εἰκόνα Θεοῦ, μετά τήν πτώση «ἠμαυρώθη». Χρέος μας, λοιπόν, εἶναι νά ἀποκαθάρωμεν τήν εἰκόνα Θεοῦ πού φέρει ὁ καθένας μας, μέ τά δάκρυα τῆς μετανοίας. 'Ἄς τροφοδοτήσουμε τό «λογικόν» μέ τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία καί τό «αὐτεξούσιον» ἂς τό κατευθύνουμε στήν ἐθελούσια τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν.

Ἔτσι θά συντελεσθῆ μέ πνευματικό τρόπο ἡ ἐντός ἡμῶν ἀναστήλωσις τῆς θείας εἰκόνος. Ἔτσι θά ἑορτάσουμε πνευματικῶς τήν ἑορτή τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀμήν, γένοιτο.

Ἐρασιτεχνικά βίντεο ἀπό τήν ἐκδήλωση:

{youtube}PB40R7Lat-U{/youtube}

{youtube}xmzlVD5hdGg{/youtube}

{youtube}f-HvRTNCYpI{/youtube}

{youtube}uWBBuACiecQ{/youtube}

{youtube}tz3OeN7nv3o{/youtube}

{youtube}fWAp5t8QBXk{/youtube}

{youtube}7sp-qGwzLlc{/youtube}

{backbutton}