Ἀνακοινώσεις

Περὶ τοῦ νόμου 4301

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

 
Ο ΝΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΝΟΜΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

 [Σὲ ἐκτυπώσιμη μορφή PDF


Ἐξ ἀφορμῆς τοῦ Νόμου 4301 περὶ τῆς Νομικῆς Μορφῆς τῶν Θρησκευτικῶν Κοινοτήτων καὶ τῆς ἀναγκαιότητος ἢ μὴ τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν νὰ κάνει χρήση τῶν δυνατοτήτων του, ἠγέρθησαν πολλὲς καὶ ἀντικρουόμενες ἀπόψεις ἐκ μέρους ἁπλῶν πιστῶν καὶ Κληρικῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλὰ καὶ ἐκ μέρους ἀλλοτρίων -ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας μας παραγόντων- οἱ ὁποῖοι «ὡς λέοντες ὠρυόμενοι περιπατοῦν ζητοῦντες τίνα καταπίωσι» (πρβλ. Α΄ Πέτρου Ε΄ 8).


Στὴν πρώτη κατηγορία ὡς καλοπροαίρετος Κληρικὸς τῆς Ἐκκλησίας μας ἀνήκει ὁ Αἰδεσιμολογιώτατος Πρεσβύτερος π. Νικόλαος Δημαρᾶς, ὁ ὁποῖος ὅταν ἐπληροφορήθη τὰ τοῦ νέου αὐτοῦ νόμου, ἀντιδρῶντας ἐξ ἐνστίκτου (ἔπειτα ἀπὸ αντιδράσεις πιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἐκλήθησαν νὰ υπογράψουν σχετικὲς αἰτήσεις καὶ τοῦ γνωστοποίησαν τὸ θέμα – ὅπως δήλωσε), ἔστειλε ἕνα σύντομο πρῶτο ἠλεκτρονικὸ μήνυμα, ἐκφράζοντας τὶς ἀνησυχίες του, ὡς ὤφειλε, πρὸς τὸν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν κ. Καλλίνικο. Δυστυχῶς τὸ μήνυμα κοινοποιήθηκε καὶ σὲ ὁρισμένους ἄλλους ἀποδέκτες, κάποιοι ἐκ τῶν ὁποίων ἐθεώρησαν καλὸ νὰ τὸ ἀναμεταδώσουν σὲ ἄλλους, καὶ ἐξ αὐτῶν κάποιοι σὲ ἄλλους κ.ο.κ., μὲ ἀποτέλεσμα νὰ διαδοθεῖ εὐρύτατα τὸ ἀρχικὸ ἐκεῖνο μήνυμα, πρὶν ἀκόμη λάβει γνώση ὁ ἴδιος ὁ Μακαριώτατος! Τό μήνυμα αὐτό δέν ἦταν τελεσίδικο, διατύπωνε κάποιες ἐπιφυλάξεις καὶ κατέληγε στό αἴτημα νὰ δοθεῖ περισσότερος χρόνος γιὰ τὴν περαιτέρω μελέτη τοῦ ζητήματος.


Ὁ Μακαριώτατος εὐθὺς ὡς ἔλαβε γνώση, συνεκάλεσε εὐρεῖα σύσκεψη στὰ Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, παρόντος τοῦ ἰδίου, Ἀρχιερέων, νομικῶν καὶ θεολόγων, καθὼς καὶ τοῦ π. Νικολάου Δημαρᾶ. Κατὰ τὴν σύσκεψη αὐτή, ἀναλύθηκαν οἱ παράμετροι τοῦ νέου νόμου καὶ δόθηκαν ὅλες οἱ ἀναγκαῖες διευκρινίσεις. Ἔπειτα ἀπὸ τὴ σύσκεψη, ὁ π. Νικόλαος Δημαρᾶς, ἂν καὶ διατήρησε κάποιες ἐπιφυλάξεις σχετικὰ μὲ τὸ νόμο, παρεδέχθη ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ Δικαιοσύνη εἶναι ἱκανή, ὅπως καὶ στὸ παρελθόν, νὰ δώσει λύσεις στὰ ὅσα ζητήματα παραμένουν καὶ ἐπιβεβαίωσε τὴν ἐμπιστοσύνη του στοὺς χειρισμοὺς τῶν Ἐπισκόπων. Αὐτὰ τὰ τρία χαρακτηριστικὰ ἀποτυπώνονται καὶ στὴν Γνωμοδότηση ποὺ ἀπέστειλε στὴν Ἱερὰ Σύνοδο λίγες ἡμέρες ἀργότερα[1].


Καταλυτικὸ καὶ ἀποφασιστικὸ ρόλο στὴ διαμόρφωση τῆς τελικῆς γνώμης τοῦ π. Νικολάου ἀπετέλεσε ἡ (ὅπως ὁ ἴδιος χαρακτήρισε) «ἄψογη καὶ μοναδικὴ ἀπὸ θεολογικῆς καὶ πατερικῆς ἀπόψεως Ὁμολογία Πίστεως, ποὺ γιὰ τὸν ἔνδοξο ἀγῶνα τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας μας εἶναι τὸ Α καί το Ω, στὴν ὁπαία μάλιστα συμπεριλαμβανονται οἱ ἀσφαλιστικὲς δικλείδες τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖες ὑπερισχύουν κάθε ἀντίθετης διάταξης Νόμου ἤ οἱασδήποτε ἄλλης Καταστατικῆς ρυθμίσεως!»


Ἡ παροῦσα ἐνημέρωση ἐτέθη ὑπ’ ὄψιν τόσο τοῦ ἰδίου τοῦ π. Νικολάου Δημαρᾶ, ὅσο καὶ τῶν Καθηγητῶν τῆς Νομικῆς οἱ ὁποῖοι ἀναφέρονται στὴν ἐρωταπόκριση 23 καὶ στὴν τελικὴ της μορφὴ συμπεριελήφθησαν οἱ παρατηρήσεις τους.


Ἄς δοῦμε ὅμως τὴν ὑπόθεση ὅπως ἔχει ἐξ ἀρχῆς, προσπαθῶντας ἀφ’ ἑνὸς νὰ καλύψουμε τὶς ἀπορίες τῶν καλοπροαιρέτων, καὶ ἀφ’ ἑτέρου να ἐμφράξουμε τὰ στόματα τῶν ὡς ὠρυομένων λεόντων κακοπροαιρέτων ποὺ προαναφέραμε.

1. Τὶ νέο εἰσάγει ὁ νόμος 4301;


Ὁ νόμος αὐτὸς παρέχει στὴν Ἐκκλησία ἕνα ἐργαλεῖο. Πρόκειται γιὰ μία νέα μορφὴ νομικῆς προσωπικότητας. Ἡ Ἐκκλησία μας μέχρι τώρα εἶχε χρησιμοποιήσει τὰ διαθέσιμα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸ νομικὸ σύστημα νομικὰ πρόσωπα τῆς μορφῆς τοῦ Σωματείου καὶ τῆς Ἀστικῆς Ἑταιρείας. Οἱ Γνήσιοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ ὀργανώθηκαν ἤδη ἀπὸ τὸ 1925 σωματειακῶς, συστήνοντας τὴν Ἑλληνικὴ Θρησκευτικὴ Κοινότητα τῶν ΓΟΧ. Ἀργότερα ὀργανώθηκαν ὡς Σωματεῖα καὶ ἄλλες Θρησκευτικὲς Κοινότητες σὲ διάφορες πόλεις τῆς χώρας μας. Ὁμοίως καὶ Μοναστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας προσέλαβαν τὴ Νομικὴ μορφὴ τοῦ Σωματείου ἢ (στὶς περισσότερες περιπτώσεις) τῆς Ἀστικῆς Ἑταιρείας, νομικὴ μορφὴ τὴν ὁποίαν ἐπέλεξαν γιὰ νὰ περιβληθοῦν καὶ κάποιες ἀπὸ τὶς Μητροπόλεις τῆς Ἐκκλησίας μας.

2. Τὶ εἶναι ἡ νομικὴ προσωπικότητα;


Ἡ νομικὴ προσωπικότητα εἶναι ἕνα νομικὸ «κατασκεύασμα», μὲ τὴ βοήθεια τοῦ ὁποίου μποροῦν νὰ ἀναγνωριστοῦν σὲ συλλογικότητες, σὲ ὁμάδες προσώπων, δικαιώματα, ἀλλὰ καὶ ὑποχρεώσεις, σὰν νὰ εἶναι ἕνα φυσικὸ πρόσωπο. Παράδειγμα δικαιώματος, ποὺ ἔχει ἕνα νομικὸ πρόσωπο, εἶναι νὰ μπορεῖ νὰ διαθέτει ἰδιοκτησία περιουσίας. Ἡ περιουσία ἑνὸς νομικοῦ προσώπου δὲν ἀνήκει στὰ πρόσωπα ποὺ μετέχουν σὲ αὐτό, ἀλλὰ σὲ κάποιο ἄλλο πρόσωπο ποὺ εἶναι συλλογικό, τὸ Νομικὸ Πρόσωπο. Παράδειγμα ὑποχρεώσεως εἶναι τὸ νὰ ἐλέγχεται καὶ νὰ φορολογεῖται ἀπὸ τὶς κρατικὲς ἀρχές. Ὅπως ἕνας ἄνθρωπος, ἕνα φυσικὸ πρόσωπο, μπορεῖ νὰ διαθέτει περιουσία, ἀλλὰ φορολογεῖται ἀπὸ τὸ κράτος καὶ ἐλέγχεται γιὰ τὴ νομιμότητα τῶν πράξεών του, ἔτσι καὶ τὸ νομικὸ πρόσωπο. Κανένας πολίτης ὁποιουδήποτε κράτους δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει τὴν ἀπαίτηση νὰ ἔχει μόνο δικαιώματα καὶ ὄχι ὑποχρεώσεις. Αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τὰ νομικὰ πρόσωπα. Ἀλλὰ, ὁ πολίτης ἔχει ἀσφαλῶς τὴν ἀπαίτηση τὰ δικαιώματά του καὶ οἱ ὑποχρεώσεις του νὰ εἶναι λογικὲς καὶ σύννομες· τὸ ἴδιο πρέπει νὰ ἀπαιτοῦμε καὶ γιὰ τὰ νομικὰ πρόσωπα.

3. Χρειάζεται ἡ Ἐκκλησία νὰ χρησιμοποιεῖ Νομικὰ Πρόσωπα;


Ἡ ἀπάντηση εἶναι ναί, γιὰ πολλοὺς λόγους. Κυρίως γιὰ νὰ διασφαλίζει τοὺς λατρευτικούς της χώρους καὶ τὴν ἀπρόσκοπτη λειτουργία τους. Ἂν δὲν χρησιμοποιήσουμε Νομικὰ Πρόσωπα, γιὰ νὰ διασφαλίζονται οἱ λατρευτικοί μας χῶροι (Ναοί, Μοναστήρια), αὐτοὶ θὰ πρέπει νὰ ἀνήκουν κατ' ἀνάγκην σὲ φυσικὰ πρόσωπα, μετὰ τὴν ἐκδημία τῶν ὁποίων θὰ γίνονταν ἀντικείμενο διεκδικήσεως ἀπὸ τοὺς κληρονόμους τῶν φυσικῶν προσώπων, οἱ ὁποῖοι μπορεῖ νὰ εἶναι ἀδιάφοροι, ἄθεοι, ἢ καὶ ἐχθροὶ τῆς Ἐκκλησίας. Πολλοὺς Ναοὺς καὶ Μοναστήρια ἀπώλεσε ὁ Ἱερός μας Ἀγῶνας ἀπὸ αὐτὴν τὴν αἰτία. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ἄξιόν Ἐστὶ Βαρυμπόμπης Ἀττικῆς. Ἀνῆκε στὸν κτήτορά της Ἱερομόναχο Γόρδιο. Τελικὰ ἡ Μονὴ κατέληξε στὰ χέρια τῶν Ἁγιορειτῶν Μνημονευτῶν τῆς Μεγίστης Λαύρας, ἡ ὁποία τὴν διεκδίκησε βάσει τοῦ Νόμου, ὅτι οἱ Μοναχοὶ κληρονομοῦνται ἀπὸ τὰ Μοναστήρια ποὺ εἶχαν καρεῖ Μοναχοί. Αὐτὴ τὴ στιγμὴ ἡ Μονὴ Βατοπεδίου διεκδικεῖ μὲ τὸ ἴδιο σκεπτικὸ στὰ δικαστήρια τὸν Ναὸ τῶν Ἁγίων Πάντων Ζακύνθου. Ἂν ἀπέναντί της στὴ δίκη εἴχαμε νὰ παρουσιάσουμε ἕνα Θρησκευτικὸ Νομικὸ Πρόσωπο (Θ.Ν.Π.), ἀντὶ ἕνα Σωματεῖο, θὰ εἶχε ἄλλη βαρύτητα.

4. Οἱ Νομικὲς Μορφὲς τῆς Ἀστικῆς Ἑταιρείας καὶ τοῦ Σωματείου[2] ποὺ χρησιμοποιοῦσε ἡ Ἐκκλησία μας μέχρι τώρα, δὲν ἐπαρκοῦν γιὰ τὴν κάλυψη τῆς ἀνάγκης αὐτῆς;


Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὄχι. Τόσο τὸ Σωματεῖο ὅσο καὶ ἡ Ἀστικὴ Ἑταιρεία ἦταν λύσεις ἀνάγκης. Ἄς δοῦμε τὰ χαρακτηριστικά τους.


α. Τὸ Σωματεῖο εἶναι ἕνωση προσώπων γιὰ ἕναν κοινὸ σκοπὸ (μὴ κερδοσκοπικό). Χρειάζεται 20 ἄτομα γιὰ νὰ ἱδρυθεῖ, καὶ ὁ τρόπος λειτουργίας του περιορίζεται ἀπὸ τὶς διατάξεις τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικα, ποὺ προβλέπει ἀνώτατη διοίκηση ἀπὸ τὴ Γενικὴ Συνέλευση τῶν μελῶν, διεξαγωγὴ ἐκλογῶν, θητεία ὀργάνων κ.λπ.. Πολλὲς Τοπικὲς Θρησκευτικὲς Κοινότητες καὶ Ἐνορίες τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ κάποια Μοναστήρια μας προτίμησαν αὐτὴ τὴ νομικὴ μορφή. Ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀρχικῶν ἱδρυτῶν πρέπει νὰ εἶναι τουλάχιστον 20, γι' αὐτὸ δὲν προτιμήθηκε ἀπὸ τὰ περισσότερα μοναστήρια.


Τὸ σύστημα διοικήσεως ἀπὸ ΔΣ μέσῳ ἐκλογῶν ἀπὸ Γενικὴ Συνέλευση μελῶν δὲν ὑφίσταται στὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία μας κατ' ἀνάγκην τὸ δέχθηκε, μὴ ἔχοντας ἄλλη ἐπιλογή. Αὐτὸ τὸ σύστημα ἐξοβελίζει ἐντελῶς τοὺς Κληρικοὺς ἀπὸ τὴν διοίκηση τῶν Ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων καὶ εἰσάγει τὸν κομματισμό. Δημιουργοῦνται φατρίες καὶ ἔριδες ἀνάμεσα στὰ μέλη τῶν Σωματείων. Καὶ ἐμφανίζεται τὸ ἀντικανονικὸ ἕως καὶ ἐκτρωματικὸ φαινόμενο νὰ διοικοῦνται οἱ Ἐκκλησίες ἀπὸ Προεδρεῖα λαϊκῶν. Στὴν Τοπικὴ Ἐκκλησία Πρόεδρος εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος. Ὁ Ἅγιος Νικόλαος, λ.χ. στήν ὑμνολογία ἀποκαλεῖται «Πρόεδρος τῶν Μυρέων». Ὁ Δημητριάδος Γερμανός, ὅταν τὸ 1908-1909 ἐπιχειρήθηκε ἀπὸ τὴν τότε Κυβέρνηση, νὰ ἀλλάξει τὸ σύστημα διορισμοῦ τῶν Ἐπιτρόπων καὶ τῶν Ἱεροψαλτῶν (ἀντὶ νὰ διορίζονται ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο, νὰ ἐκλέγονται), ἀντέδρασε μὲ σφοδρότητα ὑπερασπιζόμενος τὰ δίκαια τῆς Ἐκκλησίας. Τότε κέρδισε τὴ μάχη. Ὅταν ἀργότερα ἀνέλαβε τὴν ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας τῶν ΓΟΧ, ἦλθε σὲ σύγκρουση μὲ τὸ ΔΣ τοῦ Σωματείου «Ἑλληνικὴ Θρησκευτικὴ Κοινότητα τῶν ΓΟΧ», ποὺ εἶχε συνηθίσει μέχρι τότε νὰ διοικεῖ τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ἡ Κοινότητα νὰ ἀποσχισθεῖ τὸ 1936 καὶ νὰ μείνει στὸ σχῖσμα γιὰ περίπου 60 χρόνια. Γιὰ νὰ καλυφθοῦν οἱ ὀργανωτικὲς ἀνάγκες τοῦ Ἀγῶνος ἱδρύθηκε ἀργότερα (1938) ἡ ΠΘΕΟΚ. Δυστυχῶς καὶ μὲ τὸ ΔΣ τῆς ΠΘΕΟΚ ὑπῆρξαν πολλὲς φορὲς προβλήματα ἀπὸ Προέδρους καὶ ΔΣ, ποὺ ἤθελαν νὰ ἔχουν λόγο γιὰ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα καὶ νὰ παρακάμπτουν Κληρικοὺς καὶ Ἀρχιερεῖς. Νοοτροπία ποὺ ἐνίοτε διαιωνίζεται δυστυχῶς μέχρι σήμερα. Χαρακτηριστικὰ ἀναφέρεται, ὅτι κάποια θρησκευτικὰ Σωματεῖα ἔχουν εἰδικὴ πρόβλεψη στὸ Καταστατικό τους νὰ μὴ γίνονται δεκτοὶ ὡς μέλη Κληρικοί. Καὶ ἂν κάποιο μέλος τῶν Σωματείων αὐτῶν χειροτονηθεῖ Κληρικός, τὸ διαγράφουν. Τέτοιο ἀντικληρικὸ μένος δὲν ἔχουν οὔτε οἱ Προτεστάντες!


Μόνο τὸ Γενικὸ (Φιλόπτωχο) Ταμεῖο, ποὺ ἵδρυσε ὁ πρ. Φλωρίνης τὸ 1946, τὰ πῆγε καλύτερα, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ κινδύνευσε νὰ χαθεῖ, παραμένοντας σὲ ἐξωσυνοδικὰ χέρια τὴν περίοδο 1995-1997 καὶ ὡς ἐκ θαύματος ἐπανῆλθε ὑπὸ τὸν ἔλεγχο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.


Ἡ κεντρικὴ Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος, ἀναγκάσθηκε νὰ προσλάβει τὴ νομικὴ μορφὴ τοῦ Σωματείου τὸ 1996, ἐκ τῆς πιέσεως τῶν πραγμάτων, γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῶν δικαιωμάτων τῆς Ἐκκλησίας μας, καὶ ἠγέρθη ἀντίρρηση ἀπὸ πολλοὺς ὡς μὴ πρέπον. Ἐπὶ παραδείγματι, ἡ ἀνώτατη διοίκηση στὴν Ἐκκλησία εἶναι ἡ Σύνοδος κι αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ προκύπτει ἀπὸ ἐκλογὲς μιᾶς Γενικῆς Συνελεύσεως. Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος, κατὰ τὴν παράδοσή μας, ἀκολουθεῖ τὸ καλούμενο αὐτοδιαιωνιζόμενο σύστημα. Αὐτοδιαιωνιζόμενο σύστημα εἶναι, ὅταν τὰ μέλη ἑνὸς συλλογικοῦ ὀργάνου ἐκλέγουν τοὺς ἀντικαταστάτες τους. Ἔτσι καὶ οἱ Ἐπίσκοποι ἐν Συνόδῳ ἐκλέγουν οἱ ἴδιοι τοὺς ἑπομένους Ἐπισκόπους. Ὅμως, ὁ Ἀστικὸς Κώδικας δὲν ἀποδέχεται αὐτὸ τὸ σύστημα γιὰ τὰ Σωματεῖα, ἀλλὰ μόνον τὸ ἐκλογικὸ ἀπὸ τὴ Γενικὴ Συνέλευση. Ἀναγκασθήκαμε νὰ παρακάμψουμε τὸ πρόβλημα αὐτὸ στὴν περίπτωση τοῦ νομικοῦ προσώπου τῆς Ἐκκλησίας ΓΟΧ Ἑλλάδος μὲ καταστατικὲς ρυθμίσεις, δίνοντας τὸ προβάδισμα στοὺς Ἀρχιερεῖς, ὥστε νὰ ἐκλέγωνται στὸ ΔΣ καὶ ὁρίζοντας 20ετῆ θητεία τοῦ Δ.Σ..


Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ὁ Ἐκπρόσωπος τῆς λεγομένης Ἀγγλικανικῆς Ἐκκλησίας Bradshaw Malcolm, κατὰ τὴν συζήτηση στὴν ἁρμόδια Ἐπιτροπὴ τῆς Βουλῆς γιὰ τὸ νέο νόμο, εἶπε μεταξὺ τῶν ἄλλων:


«Ὅσο ἀφορᾶ τὸ γιατὶ ἡ Ἀγγλικανικὴ Ἐκκλησία δὲν ἔκανε τὶς ἀπαραίτητες ἐνέργειες γιὰ νὰ γίνει σωματεῖο, αὐτὸ δὲν ἦταν ἐφικτὸ γιατὶ οἱ προηγούμενες νομοθεσίες δὲν ἐπέτρεπαν τὸν ρόλο καὶ τὶς ἁρμοδιότητες τοῦ ἐπισκόπου ποὺ ὑπάρχει στὴν Ἀγγλικανικὴ Ἐκκλησία, οἱ ὁποῖες εἶναι ἕνα πολὺ σημαντικὸ κομμάτι τῆς Ἀγγλικανικῆς ταυτότητας καὶ γι' αὐτὸ εἶμαι εὐγνώμων γιὰ τὸ καινούργιο νομοσχέδιο, τὸ ὁποῖο ἐπιτρέπει τὴν καινούργια μορφή».


Θά πρέπει νὰ εἴμαστε πολὺ εὐτυχεῖς, ποὺ θὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ αὐτὸ τὸ σύστημα διοικήσεως τοῦ Σωματείου, κάνοντας χρήση τοῦ νέου νόμου.

β. Ἡ Ἀστικὴ Ἑταιρεία μπορεῖ νὰ ἱδρυθεῖ καὶ ἀπὸ 2 ἄτομα μόνο. Μπορεῖ νὰ ἔχει ὅ,τι σύστημα διοικήσεως θέλει καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἄποψη εἶναι πιὸ εὐέλικτη, ἀλλὰ περιέχει στὴ φύση της τὸν οἰκονομικὸ σκοπό. Εἰδικώτερα, τὸ ἄρθρο 741 τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικα, ὁρίζει τὴν ἔννοια τῆς Ἀστικῆς Ἑταιρείας: «Μὲ τὴ σύμβαση τῆς ἑταιρείας δύο ἢ περισσότεροι ἔχουν ἀμοιβαίως ὑποχρέωση νὰ ἐπιδιώκουν μὲ κοινὲς εἰσφορὲς κοινὸ σκοπὸ καὶ ἰδίως οἰκονομικό». Καὶ μὲ τὸ ἄρθρο 784: «Ἡ ἑταιρεία τοῦ κεφαλαίου αὐτοῦ, ἂν ἐπιδιώκει οἰκονομικὸ σκοπό, ἀποκτᾶ νομικὴ προσωπικότητα, ἐφόσον τηρηθοῦν οἱ ὅροι τῆς δημοσιότητας ποὺ ὁ νόμος τάσσει γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ στὶς ὁμόρρυθμες ἐμπορικὲς ἑταιρεῖες». Βέβαια ἕνα Μοναστήρι εἶναι Κοινόβιο, δηλαδὴ διαθέτει κοινὸ ταμεῖο. Τὸ ἴδιο καὶ μία Ἐπισκοπή, πρέπει νὰ ἔχει ἕνα κοινὸ ταμεῖο γιὰ τὸ ἔργο της. Ἔτσι δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ κατακρίνει τὰ Μοναστήρια ἢ τὶς Μητροπόλεις ποὺ προσέλαβαν αὐτὴ τὴ Νομικὴ Μορφή. Πλὴν ὅμως τὸ κοινὸ ταμεῖο εἶναι τὸ μέσον καὶ ὄχι ὁ σκοπός. Ὁ κύριος σκοπὸς τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Ὀργανισμῶν εἶναι Θρησκευτικὸς καὶ ὄχι Οἰκονομικός. Γι' αὐτὸ ἔχουν ἐκφραστεῖ ἐνστάσεις γιὰ τὴ χρησιμοποίηση τῆς νομικῆς Μορφῆς τῆς Ἀστικῆς Ἑταιρείας ἀπὸ ἐκκλησιαστικὲς δομὲς (Νικολακάκη, Γνωμοδότηση, «Νοτάριος» τ.17 ). Δὲν εἶναι τυχαῖο, ὅτι ἀπὸ πέρυσι ἄρχισε νὰ ἐπιβάλλεται σὲ ὅλες τὶς Ἀστικὲς Ἑταιρεῖες τέλος ἐπιτηδεύματος, ἀκόμη καὶ ἄν ἀφοροῦν θρησκευτικὰ καθιδρύματα (ὅπως Μοναστήρια) μὲ μηδενικὸ εἰσόδημα.

5. Ἀλλὰ ὁ νέος νόμος προβλέπει διάλυση τοῦ Θρησκευτικοῦ Νομικοῦ Προσώπου ἀπὸ τὶς ἀρχὲς γιὰ μία σειρὰ ἀπὸ λόγους, ὅπως «ἂν τὸ ζητήσει ἡ διοίκησή του γιὰ ὁποιοδήποτε λόγο καὶ ἂν τὸ ζητήσει ἡ ἐποπτεύουσα ἀρχὴ ἢ ὁ ἁρμόδιος εἰσαγγελέας: α) ἂν δὲν ἔχει τοὐλάχιστον ἕνα θρησκευτικὸ λειτουργὸ γιὰ διάστημα μεγαλύτερο τῶν ἕξι μηνῶν, β) ἂν στὴν πραγματικότητα ἐπιδιώκει σκοπὸ διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ὁρίζει ὁ νόμος καὶ γ) ἂν ἡ λειτουργία του ἔχει καταστεῖ παράνομη ἢ ἀνήθικη ἢ ἀντίθετη πρὸς τὴ δημόσια τάξη». Αὐτὸ δὲν εἶναι ἐπικίνδυνο;


Δὲν εἶναι περισσότερο ἐπικίνδυνο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἰσχύει ἤδη γιὰ τὰ Σωματεῖα. Μάλιστα ἡ διάταξη περὶ διαλύσεως τῶν Θρησκευτικῶν Νομικῶν Προσώπων εἶναι ἀνάλογη μὲ τὰ ὅσα προβλέπονται γιὰ τὴν διάλυση τῶν Σωματείων: Πρόκειται γιὰ τὰ ἄρθρα: 103-105 τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικα:


Ἄρθρο 103
Διάλυση τοῦ σωματείου

Τὸ σωματεῖο διαλύεται ὁποτεδήποτε μὲ ἀπόφαση τῆς συνέλευσης τῶν μελῶν.

Ἄρθρο 104
Τὸ σωματεῖο διαλύεται στὶς περιπτώσεις ποὺ προβλέπει τὸ καταστατικό.
Τὸ σωματεῖο διαλύεται μόλις τὰ μέλη του μείνουν λιγότερα ἀπὸ δέκα.


Ἄρθρο 105
Μὲ ἀπόφαση τοῦ Πρωτοδικείου μπορεῖ νὰ διαλυθεῖ τὸ σωματεῖο, ἂν τὸ ζητήσει ἡ διοίκησή του ἢ τὸ ἕνα πέμπτο τῶν μελῶν του, ἢ ἡ ἐποπτεύουσα ἀρχή: 1. ἄν, ἐπειδὴ μειώθηκε ὁ ἀριθμὸς τῶν μελῶν του ἢ ἀπὸ ἄλλα αἴτια, εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀναδειχθεῖ διοίκηση ἢ γενικὰ νὰ ἐξακολουθήσει νὰ λειτουργεῖ τὸ σωματεῖο σύμφωνα μὲ τὸ καταστατικό. 2. ἄν ὁ σκοπὸς τοῦ σωματείου ἐκπληρώθηκε ἢ ἂν ἀπὸ τὴ μακρόχρονη ἀδράνεια συνάγεται ὅτι ὁ σκοπός του ἔχει ἐγκαταλειφθεῖ. 3. ἄν τὸ σωματεῖο ἐπιδιώκει σκοπὸ διαφορετικὸ ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ καθορίζει τὸ καταστατικὸ ἢ ἂν ὁ σκοπὸς ἢ ἡ λειτουργία τοῦ σωματείου ἔχουν καταστεῖ παράνομοι ἢ ἀνήθικοι ἢ ἀντίθετοι πρὸς τὴ δημόσια τάξη. (Ἡ § 2 τοῦ ἄρθρου 105 καταργήθηκε μὲ τὸ ἄρθρο 53 ἘισΝΚΠολΔ.).


Ὑπ' ὄψιν, ὅτι καὶ οἱ Ἀστικὲς Ἐταιρεῖες μποροῦν νὰ διαλυθοῦν ἀπὸ τὴν ἐποπτεύουσα ἀρχή τους ποὺ εἶναι -ὅπως καὶ γιὰ τὰ Σωματεῖα- ἡ Περιφέρεια (παλαιότερα ἦταν ἡ Νομαρχία). Ἡ μόνη διαφορὰ εἶναι, ὅτι γιὰ τὶς θρησκευτικὲς κοινότητες ἐποπτεύουσα ἀρχὴ εἶναι τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων.


Ἐποπτεία, λοιπὸν καὶ δυνατότητα διαλύσεως σὲ περίπτωση ἐκτροπῆς ὑπάρχει καὶ γιὰ τὰ Σωματεῖα καὶ γιὰ τὶς Ἀστικὲς Ἑταιρεῖες. Ἁπλῶς, ὅσοι ἀντιδροῦν στὸ σημεῖο αὐτὸ δὲν τὸ γνωρίζουν, διότι δὲν ἔχουν διαβάσει τὸν Ἀστικὸ Κώδικα. Συνεπῶς δὲν εἶναι πιὸ εὐάλωτη ἡ νέα μορφὴ νομικοῦ προσώπου ἀπὸ τὶς ἤδη ὑπάρχουσες, τὶς ὁποῖες ἤδη χρησιμοποιοῦμε. Νομικὸ πρόσωπο χωρὶς ἐποπτεύουσα ἀρχὴ καὶ δυνατότητα διαλύσεως, ἂν ἐκτραπεῖ τοῦ σκοποῦ του, δὲν ὑπάρχει.

6. Καὶ ἂν τὸ Κράτος θεωρήσει, ὅτι ἡ ἀντίθεση στὸν Οἰκουμενισμὸ εἶναι κάτι τὸ ἐξτρεμιστικό, κάτι τὸ ρατσιστικό καὶ συνεπῶς ἀνήθικο καὶ παράνομο, μὲ τὸ σκεπτικὸ αὐτὸ δὲν θὰ διαλύσει τὰ Θρησκευτικά μας Νομικά Πρόσωπα;


Ἤδη ἡ Ὁμολογία Πίστεως ποὺ ἔχουμε συντάξει, δηλώνει εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς τὴν ἀντίθεσή μας στὸν Οἰκουμενισμό. Ἀναφέρει ὅτι μεταξὺ τῶν ἄλλων:


α. Θεωρῶ τὸν Οἰκουμενισμὸν ὡς συγκρητιστικὴν παναίρεσιν, τὴν δὲ συμμετοχὴν εἰς τὴν λεγομένην Οἰκουμενικὴν Κίνησιν, ἀρξαμένην εἰς τὰς ἀρχὰς τοῦ Κ’ αἰῶνος, ὡς ἄρνησιν τῆς γνησίας Καθολικότητος καὶ Μοναδικότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πεποιθὼς ὅτι ὁ ἀποδεχόμενος καὶ συμμετέχων εἰς τὴν αἵρεσιν ταύτην εἶναι πεπτωκὼς περὶ τὴν Πίστιν καὶ ἐκκλησιαστικῶς ἀκοινώνητος.


β. Ὡσαύτως, ἀπορρίπτω καὶ οὐδόλως ἀποδέχομαι τὸ ἐν ἔτει 1920ῳ Διάγγελμα τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως «Πρὸς τὰς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ», ὡς περιέχον ἓν πλῆρες Σχέδιον πρὸς ἐφαρμογὴν ἐν τῇ πράξει τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ προβλέπον τὴν Ἡμερολογιακὴν-Ἑορτολογικὴν Μεταρρύθμισιν, προετοιμασθεῖσαν ὑπὸ τοῦ οὕτως ἀποκληθέντος Πανορθοδόξου Συνεδρίου τοῦ 1923 καὶ ἐφαρμοσθεῖσαν ἐν Ἑλλάδι ἐν ἔτει 1924ῳ, τοιουτοτρόπως δὲ παραβιάσασαν τὰς Ἀποφάσεις τῶν τριῶν Πανορθοδόξων Συνόδων τοῦ ΙΣΤ’ αἰῶνος.


γ. Ἐν συνεπείᾳ πρὸς τὰ ἀνωτέρω, θεωρῶ ἐπίσης ὡς πεπτωκότας περὶ τὴν Πίστιν τοὺς ἐξ Ὀρθοδόξων συμμετασχόντας εἰς τὴν ἵδρυσιν τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν» ἐν ἔτει 1948ῳ καὶ ἀποτελοῦντας ἔκτοτε ἐνεργὰ - ὀργανικὰ μέλη αὐτοῦ, καλλιεργοῦντας οὕτω τὸν λεγόμενον Διαχριστιανικὸν καὶ Διαθρησκειακὸν Οἰκουμενισμόν.


Συνεπῶς δηλώνουμε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ στὶς Ἀρχές ρητῶς, ὅτι δὲν δεχόμαστε τὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ ὅτι τὸν θεωροῦμε αἵρεση. Ἂν αὐτὸ νομίζει κανεὶς ὅτι ἀντίκειται στοὺς ὑπάρχοντες νόμους (ἐμεῖς δὲν τὸ νομίζουμε), τότε ἁπλῶς δὲν θὰ ἐγκριθεῖ ἡ αἴτησή μας. Ἂν πάλι, θεωρήσει κανεὶς ὅτι στὸ μέλλον κάποια ἄλλη Κυβέρνηση μπορεῖ νὰ ψηφίσει εἰδικοὺς νόμους γιὰ νὰ μᾶς διαλύσει, αὐτὸ μπορεῖ νὰ τὸ κάνει οὕτως ἢ ἄλλως, εἴτε ἔχουμε Θ.Ν.Π., εἴτε Σωματεῖα, εἴτε Ἀστικὲς Ἑταιρεῖες. Καὶ γιὰ τὰ Σωματεῖα ἄλλωστε προβλέπεται νὰ διαλύονται, «...ἂν ὁ σκοπὸς ἢ ἡ λειτουργία τοῦ σωματείου ἔχουν καταστεῖ παράνομοι ἢ ἀνήθικοι ἢ ἀντίθετοι πρὸς τὴ δημόσια τάξη...».

7. Στὸ ἄρθρο 7 παρ. 2 τοῦ νέου νόμου ἀναφέρεται, ὅτι «σὲ περίπτωση διάλυσής του, ἡ περιουσία του μπορεῖ νὰ περιέρχεται σὲ ἄλλο θρησκευτικὸ νομικὸ πρόσωπο τῆς αὐτῆς Ὁμολογίας ἢ σὲ συνεστημένη Ἐκκλησία τῆς αὐτῆς θρησκείας ἢ Ὁμολογίας, ἐφόσον αὐτὸ προβλέπεται ρητὰ στὸν κανονισμό του. Ἄλλως, περιέρχεται στὸ Δημόσιο καὶ διατίθεται κατὰ τὶς διατάξεις περὶ ἐθνικῶν κληροδοτημάτων, γιὰ φιλανθρωπικοὺς σκοποὺς στὴν περιοχὴ ὅπου τὸ νομικὸ πρόσωπο εἶχε τὴν ἕδρα του». Δὲν κινδυνεύουν, λοιπόν, οἱ Ναοί μας νὰ δημευθοῦν ἀπό τὸ κράτος, ὅταν διαλύσουν τὰ θρησκευτικά μας Νομικά Πρόσωπα μὲ μία πρόφαση καὶ νὰ δωθοῦν στὴν Καινοτόμο Ἐκκλησία;


Στὸ δημόσιο περιέρχονται σὲ περίπτωση διαλύσεως τοῦ νομικοῦ προσώπου,  ἂν δὲν προβλέπει ἀλλιῶς ὁ Κανονισμος. Οἱ Κανονισμοί μας θὰ προβλέπουν ρητὰ τὶ θὰ γίνεται ἡ περιουσία σὲ περίπτωση διαλύσεως. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὰ Σωματεῖα καὶ τὶς Ἀστικὲς Ἑταιρεῖες ποὺ ἤδη ὑπάρχουν. Ὑπάρχει πρόβλεψη στὰ σχετικά ἄρθρα. Μάλιστα ὑπάρχουν Σωματεῖα, τὰ ὁποῖα στὸ σχετικὸ ἄρθρο προβλέπουν σὲ περίπτωση διαλύσεώς τους, ἡ περιουσία τους νὰ περιέρχεται στὸν Πανάγιο Τάφο (δηλ. τὸ  Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων [3]) ἢ σὲ κάποια Ἁγιορειτικὴ Μονή. Αὐτὰ -κατάλοιπα παλαιοτέρων ἐποχῶν- ἂν δὲν ἀλλάξουν, ἀποτελοῦν μεγαλύτερο κίνδυνο, διότι παραδίδουν τοὺς κόπους τῶν Παλαιοημερολογιτῶν κατευθείαν στοὺς Οἰκουμενιστές, καὶ δίχως διωγμό. Ἂν, πάλι, βρεθεῖ Κυβέρνηση ποὺ κατὰ παραχώρησιν Θεοῦ θέλει νὰ μᾶς κάνει διωγμὸ (πρᾶγμα ποὺ δὲν διαφαίνεται πρὸς τὸ παρόν), μπορεῖ νὰ διατάξει τὴν διάλυση τῶν ἤδη ὑπαρχόντων Σωματείων μας (καὶ τῶν Ἀστικῶν Ἑταιρειῶν) καὶ τὴ δήμευση τῆς περιουσίας τους. Ὁ θεσμὸς τῶν Σωματείων δὲν μᾶς προσφέρει περισσότερη προστασία σὲ μία τέτοια περίπτωση, ἀπ’ ὅτι ὁ θεσμὸς τῶν Θ.Ν.Π..

8. Στὴν παρ. 2 τοῦ ἄρθρου 10 προβλέπεται, ὅτι «ἡ ἐποπτεύουσα ἀρχὴ μπορεῖ νὰ προβαίνει σὲ τακτικοὺς ἢ ἔκτακτους ἐλέγχους γιὰ τὴ διακρίβωση τῆς νόμιμης λειτουργίας τοῦ νομικοῦ προσώπου, οἱ ὁποῖοι περιορίζονται ἀποκλειστικὰ στὴ συνδρομὴ ἢ μὴ τῶν λόγων διάλυσής του». Δὲν εἶναι ταπεινωτικὸ γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας νὰ τεθεῖ ὑπὸ ἐποπτεύουσα ἀρχή;


Στὰ Γραφεῖα μας ἔχει γίνει ἔλεγχος ἀπὸ τὶς Ἀρχὲς κατὰ τὸ παρελθόν. Πρόσφατα ἔγιναν ἔλεγχοι καὶ σὲ Μοναστήρια, ποὺ ἀνήκουν σὲ κάποιες παρασυναγωγὲς καὶ τὰ ὁποῖα διαθέτουν νομικὴ προσωπικότητα Σωματείου ἢ Ἀστικῆς Ἑταιρείας.


Πρέπει νὰ ἐπαναλάβουμε ἐδῶ, ὅτι ἐποπτεύουσα ἀρχὴ ἤδη ἔχουμε. Γιὰ τὰ Σωματεῖα μας καὶ τὶς Ἀστικὲς Ἑταιρεῖες εἶναι ἡ Περιφέρεια (παλαιὰ ἦταν ἡ Νομαρχία). Γιὰ τὰ Θ.Ν.Π. θὰ εἶναι τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων. Νομικὸ πρόσωπο δίχως  ἐποπτεία ἀπὸ τὸ Κράτος[4] δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει.


Καὶ ἐδῶ πρέπει νὰ τονισθεῖ, ὅτι δὲν πρόκειται νὰ τεθεῖ ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία ὑπὸ ἐποπτεύουσα ἀρχή.    Ἄλλο ἡ Ἐκκλησία καὶ  ἄλλο τὸ νομικό της πρόσωπο. Ἡ νομικὴ προσωπικότητα, εἶναι ἕνα νομικὸ κέλυφος, ἢ ἔνδυμα ποὺ χρησιμοποιεῖ ἡ Ἐκκλησία γιὰ νὰ καλύψει κάποιες ἀνάγκες της. Ὅπως ἐμεῖς δὲν ταυτιζόμαστε μὲ τὰ ἐνδύματά μας, τὸ ἴδιο καὶ ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, εἴτε πρόκειται γιὰ τὴν Τοπικὴ ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, εἴτε γιὰ τὶς Ἐπισκοπές, εἴτε γιὰ τὶς Ἐνορίες καὶ τὰ Μοναστήρια, δὲν ταυτίζεται μὲ τὰ νομικὰ ἐνδύματα ποὺ χρησιμοποιεῖ. Ἀπόδειξη εἶναι ἡ δυνατότητα νὰ ἀλλάζει νομικὰ μορφώματα, ἂν νομίζει ὅτι κάτι ἄλλο μπορεῖ νὰ τὴν ἐξυπηρετήσει καλύτερα. Ὅπως ὅταν πέφτει ἡ θερμοκρασία κάποιος ἐνδύεται θερμότερα ροῦχα, ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ προσλαμβάνει διάφορες νομικὲς μορφὲς ἀνάλογα μὲ τὴν ἐποχή, τὸν τόπο καὶ τὸ περιβάλλον.


Κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν διωγμῶν τῆς ρωμαϊκῆς περιόδου, ἡ Ἐκκλησία εἶχε προσλάβει τὴ νομικὴ μορφὴ τῶν ταφικῶν συλλόγων. Οἱ κατακόμβες τῆς Ρώμης ἀνῆκαν ὄχι σὲ φυσικὰ πρόσωπα, ἀλλὰ σὲ ἕνα εἶδος νομικῶν προσώπων τῆς ἐποχῆς, ποὺ ὀνομάζονταν «ταφικοὶ σύλλογοι» (collegia funeraticia). Οἱ ρωμαϊκὲς ἀρχὲς κατεδίωκαν τοὺς χριστιανούς, τοὺς θανάτωναν καὶ δήμευαν τὶς περιουσίες τους, ἀλλὰ οἱ ταφικοὶ σύλλογοι ἦταν ἀναγνωρισμένοι καὶ ἡ περιουσία τους ἦταν ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὴν περιουσία τῶν μελῶν τους. Γι' αὐτὸ καὶ διασώθηκαν οἱ κατακόμβες.


Ἔπειτα ὁ Μ. Κωνσταντῖνος ἔδωσε δικαιώματα στοὺς Ἐκκλησιαστικοὺς Ὀργανισμοὺς (Ναούς, Ἐπισκοπὲς) νὰ ἔχουν περιουσία, ὅπως εἶχαν καὶ οἱ εἰδωλολατρικοὶ ναοὶ μέχρι τότε. Αὐτὸ γινόταν μὲ αὐτοκρατορικὰ διατάγματα.


Ἐπὶ τουρκοκρατίας, αὐτὸ συνεχίσθηκε, ἀλλὰ τὰ αὐτοκρατορικὰ διατάγματα ἀντικαταστάθηκαν ἀπὸ σουλτανικὰ φιρμάνια. Οἱ Ναοί, οἱ Μονές, οἱ Ἐπισκοπὲς καὶ τὰ Πατριαρχεῖα εἶχαν δικαιώματα, ἀλλὰ καὶ ὑποχρεώσεις. Μποροῦσαν νὰ ἔχουν περιουσία, νὰ δανείζονται χρήματα, ἀλλὰ εἶχαν καὶ ὑποχρεώσεις (νὰ πληρώνουν φόρους, τὶς δόσεις τῶν δανείων κ.λπ). Μάλιστα οἱ Αὐτοκέφαλες Ἀρχιεπισκοπὲς Ἀχρῖδος καὶ Σερβίας καταργήθηκαν ἐπὶ Τουρκοκρατίας, λόγῳ χρεῶν. Εἶχαν δανεισθεῖ χρήματα (γιὰ νὰ πληρώνουν «μπαξίσια» στοὺς Ὀθωμανοὺς καὶ νὰ διατηρήσουν τὴν ἀνεξαρτησία τους) καὶ μὴ δυνάμενες νὰ τὰ ἐξοφλήσουν, πτώχευσαν καὶ διαλύθηκαν ἐντασσόμενες στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι εἶχαν νομικὴ προσωπικότητα μὲ τὴ σημερινὴ ἔννοια τοῦ ὅρου.


Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ κατὰ τὴν περίοδο μετὰ τὴν ἵδρυση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, ὅταν ἀναγνωρίστηκε ἡ νομικὴ προσωπικότητα τῶν Μονῶν, Ἐνοριῶν, Μητροπόλεων καὶ (ἀργότερα) τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅταν ἀναγνωρίσθηκε σὲ αὐτὲς τὸ καθεστὼς Νομικοῦ Προσώπου Δημοσίου Δικαίου.


Τώρα, σχετικὰ μὲ τὴν ἐποπτεύουσα ἀρχή. Ἐνῷ γιὰ τὰ νομικά μας πρόσωπα μέχρι στιγμῆς ἐποπτεύουσα ἀρχὴ ἦταν οἱ κατὰ τόπους Νομαρχίες, γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας ὡς ὁλότητα -ἂν καὶ χωρὶς νομικὴ προσωπικότητα τότε- ἐποπτεύουσα Ἀρχὴ ἦταν τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων, τὸ ὁποῖο πολλάκις προστάτευσε τὴν Ἐκκλησία μας ἀπὸ τὶς ἁρπακτικὲς διαθέσεις τῶν Νεοημερολογιτῶν Δεσποτάδων. Ὁ τότε Ὑπουργὸς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων Ἀντώνης Τρίτσης (τὸ 1987), σὲ ἔγγραφό του[5] πρὸς ἄλλον Ὑπουργό, ἀναφέρει μεταξὺ τῶν ἄλλων:


«Ὕστερα ἀπὸ τὰ παραπάνω, ὡς ἁρμόδιος μὲ τὴν κρατικὴ ἐποπτεία καὶ τὴν προστασία τῆς Ἐκκλησίας τῶν Παλαιοημερολογιτῶν Ὑπουργός, σᾶς παρακαλῶ νὰ ἀποδεχθεῖτε τὸ αἴτημά τους καὶ νὰ ἐπιτρέψετε τὴν συνέχιση τῶν ἐργασιῶν ἀνεγέρσεως τοῦ ναοῦ τους στὴν πόλη τῆς Δράμας».


Ἀλλὰ καὶ παλαιότερα, ὁ σχισματικὸς Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Παπαδόπουλος ὁμολογοῦσε στὴ Σύνοδό του, ὅτι «ἡ μὲν Ἀστυνομία, τῇ ἐνεργείᾳ τῶν κατὰ τόπους ῾Ιεραρχῶν, συλλαμβάνει (τοὺς παλαιοημερολογίτας ἱερεῖς), τὸ δὲ ῾Υπουργεῖον διατάσσει τὴν ἀπόλυσιν αὐτῶν».

9. Ἔχει εἰπωθεῖ, ὅτι ἂν περιβληθοῦμε τὴ νομικὴ προσωπικότητα τοῦ Θ.Ν.Π., θὰ ἐξομοιωθοῦμε μὲ τὶς κοινότητες τῶν διαφόρων αἱρετικῶν καὶ ἀλλοθρήσκων, ποὺ δροῦν στὴν πατρίδα μας.


Μὲ τὸ σκεπτικὸ αὐτὸ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ χρησιμοποιοῦμε οὔτε τὶς νομικὲς μορφὲς τοῦ Σωματείου ἢ τῆς Ἀστικῆς Ἑταιρείας, τὶς ὁποῖες ἐπίσης χρησιμοποιοῦν ἐδῶ καὶ δεκαετίες διάφορες ἑτερόδοξες ἢ ἑτερόθρησκες ὁμάδες. Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε μάλιστα, ὅτι τὸ νομικὸ ἔνδυμα τῶν Θ.Ν.Π. εἶναι πολὺ πιὸ σεμνὸ ἀπ’ ὅτι αὐτὸ τῶν Ἀστικῶν Ἑταιρειῶν καὶ Σωματείων, τὰ ὁποῖα χρησιμοποιοῦν ἤδη ὄχι μόνον πάσης φύσεως θρησκευτικὲς ὁμάδες (βουδδιστές, μωαμεθανοί, προτεστάντες κ.λπ.), ἀλλὰ καὶ μὴ κυβερνητικὲς ὀργανώσεις γιὰ τὰ δικαιώματα τῶν ὁμοφυλοφίλων, ἀθλητικὲς ὁμάδες, ἐπαγγελματικοὶ σύλλογοι, ἀκόμη καὶ σύλλογοι ἱεροδούλων... Τουλάχιστον τὰ Θ.Ν.Π. θὰ χρησιμοποιοῦνται μόνον γιὰ θρησκευτικὸ σκοπό.

10. Μήπως τὰ ἐνδεχόμενα φορολογικά ὀφέλη ἀπὸ τὸ νέο νόμο εἶναι τὸ δέλεαρ, γιὰ ὑποκρυπτόμενους κινδύνους;


Πιθανὸν νὰ ὑπάρξουν φορολογικὰ ὀφέλη, ἀλλὰ δὲν εἶναι αὐτὸ τὸ κυριότερο ὄφελος. Αὐτὸ ποὺ μᾶς παρέχει ὁ νέος θεσμὸς εἶναι καλύτερη νομικὴ θωράκιση ἔναντι τῶν διακρίσεων εἰς βάρος μας, ἀπ' ὅτι μέσῳ τῶν Σωματείων καὶ τῶν Ἀστικῶν Ἑταιρειῶν, ποὺ εἴχαμε μέχρι σήμερα. Θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι τὰ Σωματεῖα καὶ οἱ Ἀστικὲς Ἑταιρεῖες περιέχουν περισσότερο ἐπικίνδυνα χαρακτηριστικά, ἀπ’ ὅτι ὁ νέος θεσμός. Τὰ πρῶτα μὲ τὶς λαϊκὲς διοικήσεις, ποὺ ἔχουν μεταφέρει ἕνα προτεσταντικό πνεῦμα[6] σὲ ἀρκετοὺς μωροκενοφιλόδοξους λαϊκούς, καὶ οἱ δεύτερες μὲ τὴν ἔννοια τοῦ οἰκονομικοῦ σκοποῦ. Ὁ νέος νόμος ἔχει ἕνα μεγάλο προτέρημα. Ἐπιβάλει στὴν διοίκηση τῶν Θ.Ν.Π. νὰ ὑπάρχει ὁπωσδήποτε τουλάχιστον ἕνας Κληρικός, δίχως τὴν παρουσία τοῦ ὁποίου οἱ ἀποφάσεις τῆς Διοικήσεως δὲν εἶναι ἔγκυρες. Δὲν ἀποκλείονται οἱ λαϊκοί, ἀλλὰ ἀπαγορεύεται ὁ ἀποκλεισμὸς τῶν Κληρικῶν ἀπὸ τὴν διοίκηση.


Τὰ Θ.Ν.Π. -ἐν ὀλίγοις- μᾶς παρέχουν ὀργάνωση μὲ σύστημα διοικήσεως κατὰ τὴν ἱεροκανονική μας παράδοση, μὲ κύριο σκοπὸ τὴν θεία Λατρεία κατὰ τὰ δόγματα καὶ τὶς παραδόσεις μας. Ἀκόμη, μᾶς ἐξασφαλίζουν τὴν κατοχύρωση τῆς ἐπωνυμίας μας ἀπὸ σφετεριστὲς καθηρημένους ἢ αὐτοχειροτονήτους, ποὺ σχηματίζουν συνεχῶς ὁμάδες αὐτοαποκαλούμενες «Ἐκκλησίες ΓΟΧ» καὶ μᾶς ἐκθέτουν συνολικῶς μὲ τὶς πράξεις τους.


Οἱ κίνδυνοι γιὰ τὸν θεσμὸ τῶν Θ.Ν.Π. εἶναι ὑποθετικοὶ καὶ στηρίζονται σὲ σενάρια συνωμοσίας, ποὺ τροφοδοτοῦνται κυρίως ἀπὸ ἐξω-ἐκκλησιαστικοὺς παράγοντες, παρασυναγώγων καὶ σχισματικῶν. Αὐτοὶ φοβοῦνται –καὶ δικαίως- ὅτι θὰ περισταλεῖ ἡ αὐθαιρεσία τους. Ἐπηρεάζουν πολλούς ἀκόμη, διότι κάθε τὶ τὸ ἄγνωστο φοβίζει στὴν ἀρχή. Μόλις ὅμως γίνουν γνωστὲς οἱ λεπτομέρειες αὐτοῦ τοῦ νόμου καὶ τὸ τὶ πραγματικὰ εἶναι, θὰ καταπαύσουν οἱ φοβίες καὶ οἱ ἀντιδράσεις, ἐκτὸς φυσικὰ τῶν ὠρυομένων ψευδοκληρικῶν, ποὺ ἀσφαλῶς ζημιώνονται ἀπὸ τὸν νόμο αὐτό.

11. Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ Ἕνωση γιὰ τὰ Δικαιώματα τοῦ Ἀνθρώπου (Ε.Ε.Δ.ΑΠ) ἔχει ἐκφράσει ἀρνητικὴ κριτικὴ γιὰ τὸν νόμο αὐτό;


Εἶναι πράγματι ἀλήθεια, ἀλλὰ ἡ κριτικὴ τῆς Ε.Ε.Δ.ΑΠ. γίνεται ἀπὸ ἐντελῶς ἀντίθετη πλευρά, ἀπὸ αὐτὴν τῆς κριτικῆς τὴν ὁποίαν ἀσκοῦν ὅσοι ἀνήκουν στὶς τάξεις (ἢ, κυρίως, στὸ περιθώριο) τῶν Γ.Ο.Χ.. Ἡ Ε.Ε.Δ.ΑΠ., κατ' ἀρχὴν διαμαρτύρεται γιὰ τὴν μὴ ἀξιοποίηση «προγενέστερης πλήρης ἐπεξεργασίας σχεδίου νόμου τῆς Ἐθνικῆς Ἐπιτροπῆς γιὰ τὰ Δικαιώματα τοῦ Ἀνθρώπου (Ε.Ε.Δ.Α.) γιά τὶς σχέσεις Πολιτείας καὶ θρησκευτικῶν κοινοτήτων ποὺ ἔχει ἐκπονηθεῖ ἤδη ἀπό τὸ ἔτος 2006». Τὸ νομοσχέδιο ἐκεῖνο ἦταν πολὺ πιὸ «προωθημένο» ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ψηφίσθηκε καὶ περιεῖχε διατάξεις πρὸς τὴν κατεύθυνση τοῦ λεγομένου διαχωρισμοῦ Ἐκκλησίας – Κράτους. Βέβαια ἡ δική μας Ἐκκλησία εἶναι διαχωρισμένη ἀπὸ τὸ Κράτος καὶ δὲν μᾶς ἀφοροῦσε ἄμεσα. Ὑποστηρίχθηκε τότε ἀπὸ κόμματα τῆς ἀριστερᾶς, ἀλλὰ δὲν πέρασε στὴ Βουλή.


Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 2014 ἡ Ε.Ε.Δ.ΑΠ., στὸ Δελτίο Τύπου της, ἐξεφράσθη ἀρνητικὰ γιὰ τὸν σχεδιαζόμενο τότε νόμο διότι (οἱ ἐπισημάνσεις μὲ ἔντονους χαρακτῆρες, εἶναι δικὲς μας):


Τὸ Σχέδιο Νόμου ἀγνοεῖ τὸν οἰκουμενικὸ χαρακτῆρα τῶν θρησκειῶν (μονοθεϊστικῶν ἢ πολυθεϊστικῶν, παραδοσιακῶν ἢ μὴ) καὶ ἀναδεικνύει ὡς ὑποκείμενο τῶν ρυθμίσεών του τὶς τοπικὲς (οὔτε κἂν ἐθνικὲς) θρησκευτικὲς κοινότητες. Ἐπὶ τῶν εἰδικῶν ζητημάτων, παρατηροῦνται τὰ ἀκόλουθα:


Κατ' ἀρχάς, ὁ ὁρισμὸς τῆς ἔννοιας τῆς θρησκευτικῆς κοινότητας τοῦ Σχεδίου Νόμου (ἄρθρο 1) δὲν συνάδει μὲ τὴν ΕΣΔΑ, διότι περιορίζει ἀδικαιολόγητα τὸ δικαίωμα συλλογικῆς ἄσκησης τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας στοὺς κατοίκους «καθορισμένης γεωγραφικῆς περιοχῆς». Ἐκτὸς αὐτοῦ ἀγνοεῖ κάθε κοινωνικὴ καὶ ἱστορικὴ παράμετρο τῆς θρησκευτικῆς πίστης καὶ τῆς ὀργανωμένης ἄσκησής της, μὲ συνέπεια νὰ εἶναι ἐντελῶς ἀντιεπιστημονικός.


Ὅμως ἐδῶ διακρίνουμε διαφωνία τῶν νομικῶν γιὰ ἕναν τεχνικὸ ὅρο. Ἡ ΕΕΔΑΠ θεωρεῖ θρησκευτικὴ Κοινότητα τὴν κάθε Θρησκεία ὡς ὁλότητα, ἐνῶ ὁ νέος νόμος τὴν ὁμάδα κάποιων πιστῶν τῆς ἴδιας Θρησκείας, ποὺ κατοικεῖ σὲ κάποιο γεωγραφικὸ χῶρο. Αὐτὸ γιὰ ἐμᾶς δὲν ἀποτελεῖ πρόβλημα, διότι ὑπὸ τὴν μορφὴν Θ.Ν.Π. θὰ ὀργανώσουμε τὶς Μητροπόλεις, ποὺ ἐκ τῶν πραγμάτων καὶ κατὰ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες ἔχουν συγκεκριμένα γεωγραφικὰ ὅρια. Ἡ Ἐκκλησία μας ὡς ὁλότητα ἐντὸς τῆς Ἑλλάδος θὰ ἀναγνωριστεῖ σὲ δεύτερη φάση, ὡς Ἐκκλησιαστικὸ Νομικὸ Πρόσωπο. Ταυτόχρονα, οἱ ὑποκείμενες στὶς Μητροπόλεις Ἐνορίες καὶ Μοναστήρια, θὰ λειτουργήσουν ὡς Παραρτήματα τῶν Μητροπόλεων.


Τὸ Νομοσχέδιο τῆς Ε.Ε.Δ.ΑΠ. ξεκινοῦσε διαφορετικά. Οἱ Θρησκευτικὲς Ἑνώσεις (ποὺ προβλεπόταν νὰ εἶναι Νομικὰ Πρόσωπα ἰδιωτικοῦ Δικαίου ἱδρυόμενες ἀπὸ 20 ἄτομα), τὶς ὁποῖες προέβλεπε ἐκεῖνο, ἀναγνωρίζονταν ὡς ὁλότητες Πανελλήνιας ἐμβελείας, ἀλλὰ «Γιὰ την ἐξυπηρέτηση τοπικῶν ἢ εἰδικῶν σκοπῶν, ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ συγκροτοῦν ἀποκεντρωμένες ὀργανικὲς μονάδες, μὲ διοικητικὴ καὶ οἰκονομικὴ αὐτοτέλεια» (ἄρθρ. 2 παρ. 4), δηλαδὴ Μητροπόλεις, Ἐνορίες κ.λπ. Αὐτὸ ἴσως μᾶς ἐξυπηρετοῦσε καλύτερα. Ἀλλὰ καὶ τώρα, ἔτσι ὅπως ἔχει ὁ Νόμος, θὰ μπορέσουμε νὰ ἐξυπηρετηθοῦμε. Ἡ κριτικὴ τῆς Ε.Ε.Δ.ΑΠ. στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀπὸ τὴν δική μας ἄποψη εἶναι οὐδέτερη.

Καὶ τὸ δελτίο τύπου συνεχίζει:

Δεύτερον, σύμφωνα μὲ τὴν Αἰτιολογική του Ἔκθεση (σελ. 10), ἐπιδιώκει, δῆθεν, νὰ ὁμογενοποιήσει τὴν νομικὴ προσωπικότητα τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων (αὐτοχαρακτηρίζεται «εὐρύχωρος» νόμος), στὴν πράξη ὡστόσο, διαμορφώνει ἕνα πλαίσιο διαφορετικῶν ταχυτήτων γιὰ τὶς θρησκευτικὲς κοινότητες καὶ τὴ λειτουργία τους. Εἶναι ἐνδεικτικὸ ὅτι ἐπιτρέπει κατ' ἀρχὴν σὲ τρεῖς ἐκ τῶν ὑφιστάμενων θρησκευτικῶν κοινοτήτων (τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, τὶς Ἰσραηλιτικὲς Κοινότητες καὶ τὶς Μουσουλμανικὲς Κοινότητες) νὰ διατηρήσουν τὰ μέχρι σήμερα καθεστῶτα τους (ἄρθρο 16 τοῦ Σχεδίου). Ὡστόσο, ἀναρωτιέται κανείς: ποιό εἶναι τὸ ὑφιστάμενο νομικὸ καθεστὼς τῶν Μουσουλμανικῶν κοινοτήτων; Εἶναι νομικὰ πρόσωπα δημοσίου δικαίου, ὅπως οἱ ἄλλες δύο κοινότητες; Ἀπὸ ποιά διάταξη νόμου προκύπτει αὐτό; Καὶ περαιτέρω: γιατί ἀπουσιάζει ἀπὸ τὸν συγκεκριμένο κατάλογο ἡ Καθολικὴ Κοινότητα, τὸ νομικὸ καθεστὼς τῆς ὁποίας ἔχει ἀναγνωρισθεῖ μὲ ἀπόφαση του Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου τῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου; Τέλος δέ, τὸ Σχέδιο Νόμου προβλέπει εὐνοϊκὲς διατάξεις γιὰ τὴν ἀναγνώριση, ὑπὸ τὸ καθεστὼς ποὺ τὸ ἴδιο ἐπιδιώκει νὰ εἰσάγει, ἄλλων ὑφιστάμενων Ἐκκλησιῶν (Ἀγγλικανική, Αἰθιοπική, Εὐαγγελική, Κοπτοθόρδοξη καὶ Ἀρμενική). Πῶς δικαιολογεῖται δικαιοπολιτικὰ αὐτὴ ἡ –δεύτερη κατὰ σειρὰ- διαφοροποίηση καί, τέλος πάντων, σὲ τί ἔγκειται ἐν τέλει ἡ προσπάθεια τῆς ὁμογενοποίησης τῆς νομοθεσίας;


Ὀφείλουμε νὰ παραδεχθοῦμε, ὅτι τὸ σχέδιο νόμου τῆς Ε.Ε.Δ.ΑΠ. στὸ σημεῖο αὐτὸ παρεῖχε πλήρη ἐξομοίωση τῶν Θρησκευτικῶν Κοινοτήτων. Τόσο ἡ Νεοημερολογιτικὴ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ὅσο καὶ οἱ Μουφτεῖες τῆς Θράκης καὶ οἱ Ἰσραηλιτικὲς Κοινότητες θα ἀποκτοῦσαν καθεστὼς Νομικοῦ Προσώπου Ἰδιωτικοῦ Δικαίου, ὡς Θρησκευτικὲς Ἑνώσεις, ὅμοιες μὲ αὐτὲς τῶν Γ.Ο.Χ., τῶν Λατίνων, τῶν Ἀγγλικανῶν τῶν Ἀρμενίων κ.λπ..


Αὐτὸς ὁ Νόμος δὲν πέρασε. Ὁ Νόμος ποὺ τελικὰ ψηφίστηκε, ἀφήνει ἀνέπαφο τὸ ἰδιαίτερο καθεστὼς τῆς Νεοημερολογητικῆς Ἐκκλησίας, τῶν Ἰσραηλιτικῶν Κοινοτήτων και τῶν Μουφτειῶν τῆς Θράκης στὸ ἄρθρο 16. Εἶναι ξεκάθαρο, ὅτι παραμένουν Νομικὰ Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου καὶ αὐτὸ ὄντως συνιστᾶ διάκριση, ἀλλὰ ἐμᾶς δὲν μᾶς ἐνοχλεῖ, διότι ἐμεῖς δὲν θὰ θέλαμε καθόλου νὰ ὑπαχθοῦμε σὲ καθεστὼς Δημοσίου Δικαίου.


Τώρα ὅλες οἱ ὑπόλοιπες Κοινότητες ἐξομοιώνονται θεσμικὰ ὡς πρὸς τὸ εἶδος τῆς νομικῆς προσωπικότητας ποὺ προσλαμβάνουν. Γίνεται ὅμως διάκριση ὡς πρὸς τὸν τρόπο προσκτήσεως αὐτῆς τῆς νομικῆς προσωπικότητας. Ὅσες ἀναγνωρίζονται διὰ τοῦ ἄρθρου 13 διευκολύνονται, ὥστε νὰ μὴ χρειαστεῖ νὰ συλλέξουν 300 ὑπογραφὲς ἀνὰ Θ.Ν.Π. (ποὺ πολλὲς ἀπὸ τὶς θρησκευτικὲς αὐτὲς κοινότητες, ὅπως οἱ Ἀγγλικανοὶ καὶ  Ἀσσύριοι[7] , ἴσως θὰ ἀδυνατοῦσαν νὰ συγκεντρώσουν. Τὸ Ἑλληνικὸ Κράτος ἤθελε νὰ διευκολύνει τὴν ἀναγνώρισή τους γιὰ λόγους ἱστορικοὺς καὶ κυρίως πολιτικοὺς κ.λπ.. Τοὺς Γνησίους Ὀρθοδόξους δὲ τοὺς συμπεριέλαβε ὁ Νόμος, ἐπίσης γιὰ λόγους πολιτικούς, φοβούμενοι κατ’ οὐσίαν τὸ πολιτικό κόστος ἀπὸ τὶς ἀντιδράσεις τῆς Κρατούσης Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἡ διάκριση ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ μειονεκτήματα τοῦ Νόμου, τὸ ὁποῖο προξενεῖ στὴν Ἐκκλησία μας κόστος, ταλαιπωρία καὶ ἐσωτερικές τριβές, ἀλλὰ ἡ λύση δὲν εἶναι νὰ ἐξαπολύουμε ἀναθέματα καὶ νὰ ἀφήνουμε τὸν χρόνο νὰ παρέρχεται, παρὰ νὰ ξεκινήσουμε τὴ διαδικασία προτοῦ ἄλλοι προτρέξουν πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς.


Ἡ κριτικὴ τῆς Ε.Ε.Δ.ΑΠ. συνεχίζει:


Τρίτον, τὸ ἴδιο πράττει καὶ γιὰ τὴν ἵδρυση τῶν χώρων λατρείας: δὲν καταργεῖ τὸ ἰσχῦον νομικὸ πλαίσιο τῆς δικτατορίας Μεταξᾶ, ποὺ ἔχει πολλάκις ἐπικριθεῖ ἀπὸ τὸ Δικαστήριο τοῦ Στρασβούργου, ἀλλὰ παράλληλα νομοθετεῖ καὶ ἄλλο –παράλληλο– πλαίσιο γιὰ ἐκεῖνες τὶς θρησκευτικὲς κοινότητες πού, τελικῶς, θὰ ὑπαχθοῦν στὸν νέο νόμο (σελ. 11 τῆς Αἰτιολογικῆς Ἔκθεσης καὶ ἄρθρο 9 τοῦ Σχέδιου Νόμου).


Ὁ Μεταξικὸς νόμος οὔτως ἢ ἄλλως δὲν ἴσχυε γιὰ ἐμᾶς, ἔπειτα ἀπὸ τὴν Ὑπουργικὴ Ἀπόφαση τοῦ Ἀντωνίου Τρίτση τὸ 1982.


Ἡ Ε.Ε.Δ.ΑΠ. συνεχίζει:


Τέταρτον, ἐπεμβαίνει ἀδικαιολόγητα στὴν αὐτοδιοίκηση τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων, προβλέποντας ρητὰ τὸν τρόπο διοίκησής τους (τοὺς ὑποχρεώνει νὰ μετέχει ἀναγκαστικὰ ὁ θρησκευτικὸς λειτουργὸς στὴ διοίκηση τοῦ νομικοῦ προσώπου(!), ἄρθρο 8 τοῦ Σχεδίου Νόμου) μὴ λαμβάνοντας ὑπόψη πιθανὲς διδασκαλίες καὶ παραδόσεις τῶν ἐν λόγω κοινοτήτων ἢ τὴ διάκριση πνευματικῆς καὶ διοικητικῆς ἐξουσίας, ἔχοντας προφανῶς κατὰ νοῦ τὸ Ὀρθόδοξο πρότυπο κατὰ τὸ ὁποῖο ὁ πνευματικὸς ἡγέτης πρέπει νὰ εἶναι καὶ διοικητικός.


Ἡ συγκεριμένη πρόβλεψη εἶναι ἀπὸ τὴν δική μας ὀπτικὴ γωνία, τὸ μεγαλύτερο πλεονέκτημα τοῦ νέου νόμου, ποὺ τὸν καθιστᾶ πολὺ καλύτερο ἀπὸ τὸν θεσμὸ τῶν Σωματείων. Ἂν ἡ Ε.Ε.Δ.ΑΠ. ἀσκεῖ κριτικὴ στὸ σημεῖο αὐτὸ διότι ἤθελε ἕναν νόμο πιὸ οὐδέτερο, ἐμᾶς πάντως δὲν μᾶς ἐνοχλεῖ καθόλου. Κάθε ἄλλο μάλιστα. Αὐτὸ ἴσως ἐνοχλεῖ ὅσους ἔχουν συνηθίσει τὰ προτεσταντικὰ πρότυπα.


Ἡ κριτικὴ τῆς Ε.Ε.Δ.ΑΠ. συνεχίζει:


Πέμπτον, θέτει ὡς ἀνυπέρβλητο ἐμπόδιο γιὰ τὴν σύσταση θρησκευτικῶν νομικῶν προσώπων, τὴν αἴτηση τοὐλάχιστον τριακοσίων πιστῶν (ἄρθρο 2 Σχεδίου Νόμου), ὅταν τὸ Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας ἔχει νομολογήσει ὅτι γιὰ τὴν ἵδρυση χώρων λατρείας ἐπαρκοῦν ἑπτὰ πιστοὶ (ΣτΕ 1842/1992) καὶ βεβαίως ἀγνοῶντας ὅτι ἡ θρησκευτικὴ πίστη δὲν μετρᾶται μὲ ἀριθμούς, μὲ συνέπεια νὰ εἶναι προφανέστατος ὁ σκοπὸς τοῦ ἐν λόγῳ ὁρίου. Ἐπιπλέον, ὁρίζοντας ὡς αἴτιο διάλυσής του τὴν ἀνήθικη ἢ τὴν ἐνάντια πρὸς τὴ δημόσια τάξη λειτουργία του (ἄρθρο 10, παράγραφος γ), ἀφήνει ἀνοιχτὸ τὸ πεδίο γιὰ αὐθαίρετους ὁρισμοὺς περὶ ἠθικοῦ καὶ μὴ ἠθικοῦ, παρέχοντας ἁπλόχερα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία -καὶ ὄχι μόνο- τὸ δικαίωμα νὰ καλλιεργεῖ κατὰ τὸ δοκοῦν ἠθικοὺς πανικοὺς καὶ τὸ κράτος νὰ προστρέχει ὡς προστάτης τῆς ἠθικῆς τάξης.


Πράγματι, αὐτὸ εἶναι ἕνα ἐμπόδιο. Καὶ ἐμεῖς εἴχαμε ζητήσει νὰ μειωθεῖ αὐτὸ τὸ ὅριο. Τὸ ὅριο τῶν 300 πιστῶν καθιστᾶ δύσκολη τὴν ἀπόκτηση αὐτοῦ τοῦ εἴδους τῆς νομικῆς μορφῆς ἀπὸ τὶς μικρὲς Ἐνορίες καὶ ἰδίως τὰ Μοναστήρια μας, ἀλλὰ δὲν θὰ ἦταν δύσκολο νά ἀποκτηθεῖ ἀπὸ τὶς Μητροπόλεις μας. Καὶ αὐτὸ ἀποφασίσαμε νὰ κάνουμε. Σχετικὰ μὲ τὰ αἴτια τῆς διαλύσεως τοῦ Θ.Ν.Π., ἔχουμε ἀπαντήσει στὸ ἐρώτημα 5.


Ἡ Ε.Ε.Δ.ΑΠ. συνεχίζει:


Κοντολογίς, γιὰ ἀκόμα μιὰ φορὰ βρισκόμαστε ἀντιμέτωποι μὲ ἕνα σχέδιο νόμου κατώτερο τῶν περιστάσεων καὶ δέσμιο ἑνὸς «ἑλληνο-χριστιανικοῦ συντηρητισμοῦ», τὸ ὁποῖο ἀντιμετωπίζει τὴν ἐλεύθερη ἐκδήλωση θρησκευτικῶν καὶ ἄλλων πεποιθήσεων ὡς διακινδύνευση τῆς κοινωνικῆς συνοχῆς καὶ τάξης καὶ στὴν οὐσία δὲν προστατεύει, ἀλλὰ περιορίζει τὴ θρησκευτικὴ ἐλευθερία, τὴν ὁποία θέτει ὑπὸ τὸν κρατικὸ ἔλεγχο. Στὸ πλαίσιο αὐτό, ἡ Ἑλληνικὴ Ἕνωση γιὰ τὰ Δικαιώματα τοῦ Ἀνθρώπου δὲν θὰ κουραστεῖ νὰ ἐπισημαίνει ὅτι τὰ ζητήματα τῆς πλήρους θρησκευτικῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ρύθμισης τῶν σχέσεων Πολιτείας καὶ Ἐκκλησίας παραμένουν ἀκόμη στὶς ἐκκρεμότητες τῆς μεταπολίτευσης.


Ἂν ἡ Ε.Ε.Δ.ΑΠ. ἔχει τοὺς δικούς της λόγους νὰ κατακρίνει τὸν «ἑλληνο-χριστιανικό συντηρητισμό» τοῦ ψηφισθέντος νόμου, ἐμεῖς πάντως ὡς Γνήσιοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ δέν ἔχουμε κανέναν τέτοιο λόγο.


Ἡ αἰτία ποὺ παρετέθη σχεδὸν ὁλόκληρο τὸ Δελτίο Τύπου τῆς Ε.Ε.Δ.ΑΠ. ἦταν γιὰ νὰ καταδειχθεῖ, ὅτι ἡ κριτικὴ τὴν ὁποίαν ἀσκεῖ ἡ Ὀργάνωση αὐτὴ γιὰ τὸν νέο νόμο γίνεται ἀπὸ μία ἐντελῶς ἀντίθετη σκοπιά, ἀπ' ὅτι ἡ κριτικὴ ὅσων θεωροῦν ὅτι ὁ νόμος αὐτὸς μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὰ Ἑλληνοχριστιανικὰ ἰδεώδη καὶ τὰ Ὀρθόδοξα χαρακτηριστικά. Ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο συμβαίνει.

12. Ἄρα δὲν ὑπάρχουν ἀρνητικά χαρακτηριστικά στὸν ψηφισθέντα Νόμο;


Ὑπάρχουν καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος κατὰ τὶς συναντήσεις τὶς ὁποῖες εἶχε (διὰ τῶν ἐκπροσώπων της) μὲ τὰ στελέχη τοῦ Ὑπουργείου, εἶχε ζητήσει κάποιες βελτιώσεις. Εἴχαμε ζητήσει νὰ κατεβεῖ τὸ ὅριο τῶν 300 προσώπων, τὰ ὁποῖα ἀπαιτοῦνται γιὰ τὴν ἵδρυση αὐτῶν τῶν νομικῶν προσώπων, νὰ ὑπάρχει ρητὴ ἀναφορὰ γιὰ ἴση φορολογικὴ μεταχείρηση τῶν Θ.Ν.Π. μὲ τὴν λεγόμενη ἐπίσημη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, τὴν ἀναγνώριση τῶν Θρησκευτικῶν Κοινοτήτων πρῶτα σὲ Πανελλήνιο ἐπίπεδο καὶ ἔπειτα τῶν ἀποκεντρωμένων διοικητικῶν τους μονάδων σὲ περιφερειακὸ καὶ τοπικὸ ἐπίπεδο (ἐνῶ ὁ ψηφισθεὶς νόμος ἀκολουθεῖ τὴν ἀντίστροφη τακτική), τὴ συμπερίληψη τῶν ΓΟΧ στὶς διὰ τοῦ ἄρθρου 13 ἀναγνωριζόμενες Θρησκευτικὲς Κοινότητες κ.ἄ.. Δὲν ἔγιναν δεκτὲς αὐτὲς οἱ προτάσεις μας. Ἀκόμη, εἶναι ἐμφανὲς ὅτι ὁ νόμος -ὡς νέος θεσμός- ἔχει ἀσάφειες καὶ ἀδυναμίες, οἱ ὁποῖες θὰ ἀντιμετωπισθοῦν στὴν πράξη κατὰ τὴν ἐφαρμογή του. Ἀλλὰ ἔστω καὶ μὲ αὐτὲς τὶς ἀδυναμίες, ποὺ δὲν εἶναι ἀνυπέρβλητες, μᾶς παρέχει ἕνα πολύ καλύτερο νομικό πλαίσιο γιὰ τὴν ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας μας.

13. Εἶναι ἀλήθεια αὐτὸ ποὺ ἔχει εἰπωθεῖ, ὅτι ὁ Νόμος αὐτὸς στὸ ἄρθρ. 16 ἐξαιρεῖ καὶ τοὺς γνησίους Ὀρθοδόξους ἀπὸ τὴν ἰσχύ του μαζὶ μὲ τοὺς Νεοημερολογῖτες καὶ Ἑβραίους καὶ τοὺς Μουσουλμάνους τῆς Θράκης, τῶν ὁποίων τὸ καθεστὼς ἀφήνεται ἀνέπαφο;


Ὄχι, δὲν εἶναι καθόλου ἀκριβές. Αὐτοὶ ποὺ τὸ ἰσχυρίζονται αὐτὸ στηρίζονται στὴν ἔκφραση «ἑνωμένες δογματικῶς μὲ τὴν Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως» τοῦ ἄρθρου 16 τοῦ νόμου (ποὺ εἶναι οὐσιατικῶς ἀντιγραφὴ τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος). Αὐτὸς εἶναι ἕνας νεοεφεύρετος ἰσχυρισμός. Ὅλοι γνωρίζουμε πολὺ καλῶς, ὅτι ΔΕΝ συμπεριλαμβανόμεθα καὶ ἐμεῖς οἱ ΓΟΧ στοὺς «ἡνωμένους δογματικῶς» μὲ τὸ σημερινὸ Φανάρι καὶ τοῦτο εἶναι φανερό ἂν προσέξει κανεὶς τὴν διατύπωση τοῦ ἄρθρου 16 τοῦ νόμου 4301:


Ἄρθρο 16
Διατήρηση εἰδικώτερων νομικῶν καθεστώτων

Οἱ διατάξεις τοῦ παρόντος δὲν ἐφαρμόζονται: (α) γιὰ τοὺς θρησκευτικοὺς λειτουργοὺς καὶ τὴν ὀργάνωση τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων, ποὺ ἀνήκουν στὴν κανονικὴ δικαιοδοσία καὶ κλῖμα τῆς κατὰ τὸ ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἢ τῶν λοιπῶν, ἐντὸς ἢ ἐκτὸς Ἑλλάδος, ὁμόδοξων Ἐκκλησιῶν τοῦ Χριστοῦ, Πατριαρχείων, Μητροπόλεων ἢ Μονῶν, ποὺ εἶναι ἑνωμένες δογματικῶς μὲ τὴ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τηροῦν, ὅπως καὶ ἐκείνη, ἀπαρασαλεύτως τοὺς Ἱεροὺς Ἀποστολικοὺς καὶ Συνοδικοὺς Κανόνες καὶ τὶς Ἱερὲς Παραδόσεις, (β) γιὰ τοὺς θρησκευτικοὺς λειτουργοὺς καὶ τὴν ὀργάνωση τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων ποὺ πιστεύουν στὸν ἰουδαϊσμό, γιὰ τὶς ὁποῖες ἐφαρμόζονται οἱ διατάξεις περὶ ἰσραηλιτικῶν κοινοτήτων καὶ (γ) γιὰ τοὺς θρησκευτικοὺς λειτουργοὺς καὶ τὴν ὀργάνωση θρησκευτικῶν κοινοτήτων μουσουλμάνων στὶς ἐδαφικὲς περιφέρειες τῶν μουφτειῶν.


Κατ’ ἀρχήν, ἐπισημαίνουμε τὸ ὅτι στὸ ἄρθρο αὐτό, τόσο ἡ Νεοημερολογιτικὴ Ἐκκλησία ὅσο καὶ οἱ Ἑβραῖοι, ὅσο καὶ οἱ Μουσουλμᾶνοι τῆς Θράκης, χαρακτηρίζονται ἐπίσης Θρησκευτικές Κοινότητες. Μόνον, ὅτι αὐτὲς οἱ Θρησκευτικὲς Κοινότητες διατηροῦν τὸ ὑπάρχον καθεστώς (δηλαδὴ παραμένουν Νομικὰ Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου). Ἐμεῖς δὲν ἔχουμε τέτοιο καθεστώς, γιὰ νὰ τὸ διατηρήσουμε, οὔτε καὶ τὸ θέλουμε. Ὅμως τὸ κυριώτερο εἶναι αὐτὸ ποὺ ἐπισημάνθηκε ἐντὸς τοῦ κειμένου. Τὸ ἄρθρο αὐτὸ ἀναφέρεται στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, τὴν Ἐκκλησία τῆς Κρήτης, τὶς Μητροπόλεις τῆς Δωδεκανήσου καὶ τίς Ἁγιορειτικὲς Μονές, καὶ τοὺς λειτουργοὺς καὶ τὰ ἱδρύματα (Μετόχια, Ἐξαρχεῖες) τῶν ἄλλων αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν τοῦ Ἐξωτερικοῦ ποὺ δροῦν στὴν Ἑλλάδα, «που είναι ενωμένες δογματικώς με τη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και τηρούν,   όπως και εκείνη, απαρασαλεύτως τους Ιερούς Αποστολικούς και Συνοδικούς Κανόνες και τις Ιερές Παραδόσεις». Τὸ «ὅπως» εἶναι ἐπίρρημα τροπικό. Ἐμεῖς ξέρουμε ὅτι οὔτε τὸ Πατριαρχεῖο Κπόλεως, οὔτε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καὶ οἱ λοιπὲς «Ἐπίσημες Ἐκκλησίες» τηροῦν καὶ μάλιστα ...ἀπαρασαλεύτως τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ τὶς Ἱερὲς Παραδόσεις. Ἀλλὰ τὸ   «ὅπως καὶ ἐκείνη»   σημαίνει μὲ   ὅποιον (ἔστω πλημμελῆ) τρόπο   τηρεῖ τοὺς Κανόνες καὶ τὶς Παραδόσεις τὸ Πατριαρχεῖο Κπόλεως, ἔτσι νὰ τὰ τηροῦν καὶ οἱ «ὁμόδοξες Ἐκκλησίες», στὶς ὁποῖες τὸ ἐν λόγῳ ἄρθρο ἀναφέρεται.


Ἐμεῖς οἱ ΓΟΧ δὲν τηροῦμε τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ τὶς Παραδόσεις    ὅπως  (δηλαδὴ μὲ τὸν ἴδιο ἐλλειπῆ τρόπο) τὸ σημερινὸ (σβησμένο) Φανάρι. Εἶναι λοιπὸν φανερό, ὅτι τὸ ἄρθρο 16 τοῦ Νόμου δὲν ἀναφέρεται στοὺς ΓΟΧ. Ὅποιος ἰσχυρισθεῖ τὸ ἀντίθετο, ἂς δοκιμάσει νὰ ὑπερασπίσει τὸν ἰσχυρισμό του ἐνώπιον ὁποιουδήποτε δικαστηρίου καὶ θὰ δοῦμε κατὰ πόσον θὰ δικαιωθεῖ. Κανένα ἑλληνικὸ δικαστήριο δὲν θὰ τολμήσει νὰ ἐλέγξει τὸ Πατριαρχεῖο Κπόλεως γιὰ τὴν ἀκρίβεια τῆς τηρήσεως τῶν Παραδόσεων καὶ τῶν Ἱ. Κανόνων, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ θὰ κάνει εἶναι νὰ ἐξαρτήσει τὴν κανονικότητα κάποιου Κληρικοῦ ἢ ὁμάδος πιστῶν ἀπὸ τὴν σύνδεσή τους μὲ τὸ (σημερινὸ) Φανάρι. Εἶναι γνωστὴ ἡ ἀπόφαση τοῦ ΣτΕ γιὰ τὴν ὑπόθεση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἐσφιγμένου.


Εἶναι ξεκάθαρο ἐπίσης, ὅτι τὸ ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος, ποὺ χρησιμοποιεῖ τὴν ἴδια διατύπωση, ἀναγνωρίζει τὴν (νεοημερολογιτικὴ) Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καὶ ὄχι τοὺς ΓΟΧ. Στὸ ἴδιο ἄρθρο γίνεται ἀναφορὰ καὶ στὶς «γνωστὲς θρησκεῖες». Ἡ Καραπιπέρειος δήλωση, ποὺ ἔγινε κατὰ τὴ συζήτηση τοῦ Συντάγματος τὸ 1975, δὲν ἀποτελεῖ ἀναγνώριση τῆς νομικῆς προσωπικότητος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἁπλῶς ὡς ἡ ἐπίσημη κατάπαυση τοῦ ἀπηνοῦς διωγμοῦ, ὁ ὁποῖος κηρύχθηκε κατὰ τῶν ΓΟΧ διὰ τῆς ὑπ’ ἀριθμ. 45/1951 Πράξεως τοῦ Ὑπουργικοῦ Συμβουλίου. Τουλάχιστον αὐτὴν τὴν ἑρμηνεία ἔδωσε ὁ Ὑπουργὸς Παιδείας κ. Ἀρβανιτόπουλος σὲ ἀπάντησή του σὲ σχετικὴ ἐπερώτηση Βουλευτῶν τὸν Δεκέμβριο τοῦ 2012.


Εἶναι πάντως χαρακτηριστικό, ὅτι ἐνῶ οἱ διώξεις ἐναντίον μας περιβάλλονταν μὲ τὸ κύρος Πράξεως Ὑπουργικοῦ Συμβουλίου καὶ οἱ διακρίσεις εἰς βάρος μας μὲ τὸ κύρος Νόμων τοῦ Κράτους, τὰ ὅποια στοιχειώδη δικαιώματά μας στηρίζονται σὲ μία δήλωση, ποὺ γράφτηκε στὰ πρακτικὰ τῆς συζητήσεως τοῦ Συντάγματος (γιὰ νὰ μὴ γίνει δεκτὴ Τροπολογία, ποὺ εἶχε κατατεθεῖ καὶ θὰ κατωχύρωνε προφανῶς ἐντὸς τοῦ Συντάγματος τὰ δικαιώματά μας) καὶ σὲ Ὑπουργικὲς Ἀποφάσεις ποὺ συχνὰ ἀνακαλοῦνται, ἢ τροποποιοῦνται ἀνάλογα μὲ τὶς διαθέσεις τῶν Ὑπουργῶν. Εἶναι γνωστὴ ἡ περίπτωση μὲ τὸ ζήτημα τῆς ἀναγνωρίσεως τῶν Μυστηρίων μας στὸ ἐξωτερικὸ καὶ τὶς ἀντικρουόμενες Ὑπουργικὲς ἀποφάσεις κατὰ τὴν δεκαετία τοῦ ’90, μὲ τὶς Κυβερνητικὲς ἀλλαγές. Ἂν τὸ καθεστὼς τῶν ΓΟΧ ἐντὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους ἦταν ξεκάθαρο καὶ ἀναμφισβήτητο, πῶς ἐξηγοῦνται τὰ τόσα δικαστήρια ποὺ εἴχαμε καὶ ἔχουμε γιὰ ὑποθέσεις ὑφαρπαγῆς λατρευτικῶν μας χώρων ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστὲς καὶ ἄλλα συναφῆ ζητήματα; Εὐτυχῶς ποὺ ἡ πλειονότητα τῶν ἀποφάσεων τῶν Ἑλληνικῶν Δικαστηρίων ἦταν ὑπὲρ τῶν δικαιωμάτων μας καὶ ἔχει σχηματισθεῖ πλούσια νομολογία ἐπ’ αὐτῶν. Ἀλλὰ ἡ νομολογία, δὲν εἶναι νομοθεσία.

14. Δηλαδὴ ὑπῆρχε νομικὸ κενὸ γιὰ τὰ Ζητήματα τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν;


Πράγματι, καὶ αὐτὸ εἶχε ἀναγνωρίσει ἀπὸ τὸ 2005 καὶ ἡ Ἐθνικὴ Ἐπιτροπὴ γιὰ τὰ Δικαιώματα τοῦ Ἀνθρώπου σὲ  Ἀπόφαση – Γνωμοδότησή της, ὅταν εἶχε ἀνακύψει ζήτημα μὲ τὴν ἀποστολὴ ἢ μὴ εἰσαγγελικῆς παραγγελίας γιὰ τὴν πνευματικὴ λύση τῶν γάμων στοὺς Ἀρχιερεῖς τῶν ΓΟΧ. Μεταξὺ τῶν ἄλλων, ἡ ἀπόφαση αὐτὴ ἀνέφερε:


«Ἡ ΕΕΔΑ γνωματεύει καί προτείνει: α)... β) Συμβουλεύει τά ἁρμόδια Ὑπουργεῖα νά λάβουν τίς   νομοθετικές πρωτοβουλίες γιά τήν κάλυψη τῶν νομικῶν κενῶν, ἀναφορικά μέ τό status τῶν Γ.Ο.Χ, ὑπό τό φῶς τῶν συνταγματικῶν καί διεθνῶν ἐπιταγῶν, οὕτως ὥστε νά ἀντιμετωπιστοῦν ὅλα τὰ σχετικά μέ αὐτούς θέματα. Κατά τήν ἄσκηση αὐτῶν τῶν νομοθετικῶν πρωτοβουλιῶν, οἱ ἁρμόδιοι φορεῖς θά πρέπει νά συνεκτιμήσουν τόσο τίς δεδομένες ἐνστάσεις περί τῆς συνταγματικότητας τῶν ἰσχυουσῶν ρυθμίσεων, ὅσο καί τή δυσκαμψία πού αὐτές ἐπιφέρουν στή νοοτροπία καί πρακτική τῆς Διοίκησης ἐπί θεμάτων θρησκευτικῆς ἐλευθερίας. γ)...» .

15. Ἔχει λεχθεῖ, ὅτι εἶναι ἀνοίκειο ἐμεῖς νὰ προσφεύγουμε στὰ Πρωτοδικεῖα γιὰ να ἀναγνωριστοῦμε, διότι «ξέρουμε ποιοὶ συστήνουν τὰ δικαστήρια», ὑπονοῶντας τὴν μασωνικὴ διείσδυση. Τί ἔχετε νὰ πεῖτε;


Αὐτοὶ ποὺ τὰ λένε, ἔχουν οἱ ἴδιοι προστρέξει σὲ «αὐτοὺς ποὺ συστήνουν τὰ δικαστήρια», γιὰ νὰ ἀναγνωρίσουν τὶς Ἀστικὲς Ἑταιρεῖες τους, ἢ γιὰ νὰ σύρουν στὰ δικαστήρια ὡς κατηγορουμένους γιὰ συκοφαντικὴ δυσφήμιση ἄλλους συμπολίτες μας, ὑποχρεώνοντάς τους νὰ πουλήσουν ἀκόμη καὶ τὰ σπίτια τους γιὰ νὰ πληρώσουν τὶς ἀποζημιώσεις. Εἶναι αὐτοὶ οἱ ἴδιοι, ποὺ ὠρύονται τώρα γιὰ τὸ νόμο αὐτό. Τότε οἱ δικαστὲς δὲν ἦταν μασῶνοι; Ἐμεῖς δὲν ἀπαξιώνουμε ὅλους τοὺς δικαστές, ἄν ὑπάρχουν κάποιοι ἐξ αὐτῶν ποὺ εἶναι ἐνδεχομένως ἀνάξιοι τῆς θέσεώς τους, ἀλλὰ ὀφείλουμε νὰ ἀναγνωρίσουμε ὅτι ἔχουν ἐκδώσει πληθώρα δικαστικῶν ἀποφάσεων, ποὺ εἶναι ὑπὲρ τῶν δικαιωμάτων μας καὶ ἔχουν συντελέσει στὴν κατάπαυση τῶν διωγμῶν καὶ τὴν ἐλαχιστοποίση τῶν διώξεων ἐναντίον μας.

16. Ἔχει εἰπωθεῖ, ὅτι αὐτὸ γίνεται «γιὰ τὰ λεφτά». Ὅτι ὅσες Θρησκευτικὲς Κοινότητες προσλάβουν τὴ μορφὴ τῶν Θ.Ν.Π., θὰ ἐπιβραβευθοῦν μὲ ἐπιδοτήσεις ἀπὸ τὸ ΕΣΠΑ, ἢ ἀκόμη ὅτι οἱ Κληρικοί τους θὰ μισθοδοτοῦνται ἀπὸ τὸ Κράτος.


Πρόκειται διὰ ἀσύστολα ψεύδη. Κατ’ ἀρχὴν εἶναι γελοῖο νὰ διαδίδεται, ὅτι τὸ Ἑλληνικὸ Κράτος, τὸ ὁποῖο προσπαθεῖ νὰ περικόψει μισθοὺς καὶ συντάξεις ἀπὸ παντοῦ, θὰ ἔδινε μισθοὺς σὲ ἐμᾶς. Ὅσον ἀφορᾶ τὶς χρηματοδοτήσεις ἀπὸ τὰ ΕΣΠΑ, ἂν αὐτὸ ἦταν τὸ ζητούμενο, δὲν ἦταν ἀνάγκη νὰ κάνουμε Θ.Ν.Π.. Αὐτὲς οἱ χρηματοδοτήσεις μποροῦν ἄνετα νὰ γίνουν μὲ τὴν ἤδη ὑπάρχουσα νομικὴ μορφὴ τῶν Ἀστικῶν Ἑταιρειῶν. Αὐτὸ τὸ γνωρίζουν πολὺ καλὰ οἱ ὠρυόμενοι ρασοφόροι, διότι ὡς  πρόεδροι Ἀστικῶν Ἑταιρειῶν  ἤδη κάνουν χρήση αὐτῶν τῶν πλεονεκτημάτων .
Τὸ παράδοξο εἶναι, ὅτι αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἔχουν συγκεντρώσει στὶς Ἀστικές τους Ἑταιρεῖες μία ἀξιοσέβαστη ἀκίνητη περιουσία καὶ ἐκμεταλλεύονται τὶς εὐκαιρίες τῶν Εὐρωπαϊκῶν κονδυλίων καὶ προσελκύουν πλούσιους χρηματοδότες, ἐγκαλοῦν ἐμᾶς γιὰ τὸ ἐνδεχόμενο τῆς μελλοντικῆς χρήσης παρομοίων μεθόδων, μέσῳ τῶν Θ.Ν.Π.. Αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηρισθεῖ ὡς ὁ ὁρισμὸς τῆς ὑποκρισίας!

17. Δηλώνοντας τὰ στοιχεῖα τους στὸ Πρωτοδικεῖο, οἱ τουλάχιστον 300 ἱδρυτὲς ἑνὸς Θ.Ν.Π., δὲν ὑπάρχει ὁ κίνδυνος τῆς δημοσιοποιήσεως τῶν εὐαισθήτων προσωπικῶν δεδομένων τους; Κάπου εἰπώθηκε, ὅτι αὐτὰ θὰ ἀναρτηθοῦν στὸ διαδίκτυο.


Ὄντως κάποιοι ρασοφόροι δημαγωγοὶ ὠρυόμενοι κινδυνολόγησαν, λαλοῦντες τέτοια ἄρρητα ρήματα. Ἡ ἀλήθεια εἶναι, ὅτι τὰ στοιχεῖα καὶ οἱ δηλώσεις τῶν ἱδρυτῶν κατατίθενται στὸ Πρωτοδικεῖο καὶ δὲν δημοσιοποιοῦνται. Ἀπεναντίας, δημοσιοποιοῦνται τὰ ὀνόματα τῶν μελῶν τῆς διοικήσεως. Αὐτὸ ἀναφέρεται ρητῶς στὸ ἄρθρο 3 παρ. 2.: «Τὰ στοιχεῖα ταυτότητας τῶν μελῶν - ἱδρυτῶν τοῦ θρησκευτικοῦ νομικοῦ προσώπου, πλὴν τῶν μελῶν τῆς διοίκησης ποὺ ὑπογράφουν τὴν αἴτηση, δὲν γνωστοποιοῦνται καθ' ὁποιονδήποτε τρόπο σὲ τρίτους, οὔτε περιλαμβάνονται στὸ τηρούμενο βιβλίο θρησκευτικῶν νομικῶν προσώπων».


Στὸ διαδίκτυο θὰ ἀναρτῶνται τὰ στοιχεῖα τῶν θρησκευτικῶν λειτουργῶν. Δὲν θὰ εἶναι ἐμφανὴς ὁλόκληρος ὁ κατάλογος, ἀλλὰ θὰ ἀναρτηθεῖ μία ἐφαρμογὴ ὅπου ὁ κάθε ἐνδιαφερόμενος θὰ συμπληρώνει ἕνα ὄνομα θρησκευτικοῦ λειτουργοῦ καὶ θὰ ἐπαληθεύει ἐὰν αὐτὸς εἶναι καταχωρημένος στὰ Μητρῶα τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων καὶ συνεπῶς ἐὰν τὸ μυστήριο ποὺ θὰ τελεσθεῖ ἀπὸ αὐτὸν θὰ καταχωρηθεῖ στὸ ληξιαρχεῖο ἢ ὄχι (ἄρθρο 14).

18. Τί ἀκριβῶς θὰ εἶναι τὸ μητρῶο θρησκευτικῶν λειτουργῶν;


Αὐτὸ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ θετικώτερα χαρακτηριστικά τοῦ νόμου. Ὑπῆρχε καὶ ὡς αἴτημά μας, τὸ ὁποῖο εἴχαμε ζητήσει ἐγγράφως ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖο.


Μέχρι τώρα ὁ καθένας ποὺ θέλει νὰ παρουσιάζεται ὡς κληρικός καὶ εἰδικώτερα παλαιοημερολογίτης, μπορεῖ νὰ ἀφήσει γένεια, νὰ φορέσει ράσα καὶ ἕνα πετραχῆλι καὶ νὰ τελεῖ «μυστήρια». Τὰ πιστοποιητικὰ ποὺ ὑπογράφει πηγαίνουν στὰ Ληξιαρχεῖα καὶ οἱ ληξίαρχοι δὲν γνωρίζουν τὶ νὰ κάνουν. Ἄλλοι καταχωροῦν ἀνεξετάστως τὰ τελούμενα, ἄλλοι ἐπικοινωνοῦν μὲ τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων, ἄλλοι ἀπευθύνονται στὰ Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τηλεφωνικῶς ἢ καὶ ἐγγράφως, ζητοῦντες στοιχεῖα περὶ τοῦ ἐγκύρου τῆς ἱερωσύνης τῶν ἐν λόγῳ κληρικῶν. Πολὺ συχνὰ τὰ ζητήματα ἀφοροῦν πρόσωπα ἐντελῶς ἄγνωστα σὲ ἐμᾶς, τὰ ὁποῖα παρουσιάζονται ὡς κληρικοί. Ἕνα μεγάλο μέρος τῶν ἐγγράφων, ποὺ ἐκδίδουν τὰ Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἀφοροῦν τέτοιες ὑποθέσεις.


Κάποια στιγμὴ τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων, καὶ εἰδικώτερα τὸ τμῆμα Ἐκκλησιαστικῆς Διοικήσεως, ζήτησε νὰ κοινοποιήσουμε σὲ αὐτὸ τοὺς καταλόγους τῶν Κανονικῶν Κληρικῶν τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ νὰ τοὺς ἐνημερώνουμε γιὰ τὶς τυχὸν μεταβολές. Κατόπιν τούτου, οὐδένα πρόβλημα στὴν καταχώρηση Μυστηρίων τελεσθέντων ἀπὸ Κληρικοὺς τῆς Ἐκκλησίας μας παρουσιάστηκε τὰ τελευταῖα χρόνια. Προβλήματα ὑπῆρξαν μὲ ἄλλους καθῃρημένους ἢ ἀχειροτονήτους φερομένους ὡς κληρικούς.


Τώρα, μὲ τὸ νόμο αὐτὸ θεσμοθετεῖται ἐπισήμως τὸ μητρῶο θρησκευτικῶν λειτουργῶν καὶ θὰ μπορεῖ κάθε θρησκευτικὴ κοινότητα (ὄχι μόνον ὅσες προσλάβουν τὴ νομικὴ προσωπικότητα τῶν Θ.Ν.Π.) νὰ καταχωρεῖ στὸ μητρῶο αὐτὸ τοὺς κληρικούς της καὶ ἔτσι τὰ ὑπ’ αὐτῶν τελούμενα θὰ καταχωροῦνται δίχως πρόβλημα στὰ Ληξιαρχεῖα. Οἱ ληξίαρχοι δὲν θὰ εἶναι ἀναγκασμένοι νὰ ἀναζητοῦν πληροφορίες γιὰ τὸν κάθε ἄγνωστο κληρικὸ ποὺ ἐμφανίζεται καὶ ἐμεῖς θὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἀλληλογραφίας τῶν Γραφείων τῆς Ἱερᾶς Συνόδου μὲ τὰ Ληξιαρχεῖα τῶν Δήμων. Ἀπομένει νὰ δοῦμε ποιὰ θὰ εἶναι πρακτικῶς τὰ κριτήρια, γιὰ τὴν καταχώρηση στὰ μητρῶα θρησκευτικῶν λειτουργῶν.

19. Εἶναι ὑποχρεωτικὸ νὰ ἐγγραφοῦν ὡς μέλη τῶν Θ.Ν.Π. ὅλοι οἱ Κληρικοὶ καὶ οἱ Λαϊκοὶ τῆς Ἐκκλησίας μας; Εἶναι κάτι σὰν γενικὴ ἀπογραφή; Κληρικοὶ ποὺ δὲν θὰ ἐγγραφοῦν ὡς μέλη τῶν ἱδρυομένων Θ.Ν.Π., διότι φοβοῦνται ὑποθετικοὺς κινδύνους, ἢ γιὰ νὰ μὴν «ἐνταχθοῦν στὸ σύστημα», θὰ ὑποστοῦν κυρώσεις; Τί θὰ γίνεται μὲ τὰ Μυστήρια τὰ ὁποῖα θὰ τελοῦν, θὰ καταχωροῦνται στὰ Ληξιαρχεῖα;


Κατ’ ἀρχὴν κανείς, εἴτε Κληρικός, εἴτε λαϊκός, δὲν εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ ἐγγραφεῖ ὡς μέλος τῶν ἱδρυομένων Θ.Ν.Π.. Δὲν γίνεται ἀπογραφή. Μήπως καὶ τώρα εἶναι ὅλοι γραμμένοι στὰ Σωματεῖα καὶ τὶς Ἀστικὲς Ἑταιρεῖες, ποὺ ἀποτελοῦν τὰ νομικὰ πρόσωπα τῶν Ἐνοριῶν, Μονῶν καὶ Μητροπόλεων τῆς Ἐκκλησίας μας; Ὄχι. Συνεπῶς, οὐδεὶς ὑποχρεοῦται νὰ ἐγγραφεῖ. Ἀκόμη, κανέναν δὲν παρακαλοῦμε νὰ γίνει ἱδρυτικὸ μέλος. Ὅσοι δὲν κατανοοῦν, ὅτι εἶναι τιμητικὸ γι΄ αὐτοὺς νὰ ἀποτελοῦν στελέχη τῶν Μητροπόλεων καὶ ἐπισήμους Συμβούλους τῶν Ἀρχιερέων, δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐγγραφοῦν. Ὅσοι πάλι δὲν ἐμπιστεύονται τοὺς Ἀρχιερεῖς τους, τότε, αὐτῶν τὴ συμμετοχή δὲν τὴν ἐπιθυμοῦμε οὔτε καὶ ἐμεῖς. Εἴτε Κληρικοὶ εἶναι εἴτε λαϊκοί. Εἶναι γελοῖο τὸ ἐπιχείρημα, ὅτι οἱ ἐγγραφόμενοι ὡς μέλη Θ.Ν.Π. θὰ ἐνταχθοῦν στὸ σύστημα τοῦ Ἀντιχρίστου. Ὅταν μάλιστα οἱ ἴδιοι ἔχουν συστήσει νομικὰ πρόσωπα ἄλλου εἴδους (Ἀστικὲς Ἑταιρεῖες ἤ Σωματεῖα), γιὰ νὰ καλύψουν νομικῶς τὰ Μοναστήρια καὶ τὶς Ἐκκλησίες τους. Ἀλλὰ ἐπειδὴ καὶ μόνον ἔχουν τέτοιο λογισμό καὶ σκέπτονται μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, εἶναι ἀκατάλληλοι γιὰ νὰ ἀποτελέσουν διοικητικὰ στελέχη τῶν ἱδρυομένων Νομικῶν Προσώπων τῶν Μητροπόλεων. Πλὴν ὅμως, κανένα ἐπιτίμιο δὲν πρόκειται νὰ ἐπιβληθεῖ σὲ αὐτούς.


Εἰδικώτερα, οἱ Κληρικοὶ ποὺ ἐξυπηρετοῦν Ἐνορίες μιᾶς Μητροπόλεως μποροῦν ἄνετα νὰ μὴν εἶναι ἐγγεγραμμένα μέλη τοῦ Θ.Ν.Π. τὸ ὁποῖο αὐτὴ προσλάμβάνει, χωρὶς καμμία ἐπίπτωση στὴ λειτουργική τους δράση. Οὔτε φυσικὰ θὰ ὑποστοῦν κάποιες συνέπειες γι’ αὐτό. Μποροῦν μάλιστα ἄνετα νὰ συμπεριληφθοῦν στὸν Κατάλογο Κληρικῶν, ποὺ θὰ δηλωθεῖ στὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων, ἀρκεῖ νὰ τὸ ἐπιθυμοῦν. Καὶ γιὰ νὰ μὴν ἰσχυρισθοῦν, ὅτι τοὺς δηλώσαμε δίχως τὴ θέλησή τους καὶ τοὺς «ἐντάξαμε στὸ σύστημα», ὅσοι Κληρικοὶ δὲν εἶναι ἐγγεγραμμένα μέλη στὰ Θρησκευτικὰ Νομικὰ Πρόσωπα, μποροῦν νὰ ζητήσουν τὴ συμπερίληψή τους στοὺς καταλόγους ποὺ θὰ σταλοῦν στὸ Ὑπουργεῖο, συμπληρώνοντας μία ἁπλὴ ὑπεύθυνη δήλωση, μὲ ἐπικυρωμένο τὸ γνήσιο τῆς ὑπογραφῆς τους.

20. Κάποιος ποὺ ἔχει ἐγγραφεῖ ὡς ἱδρυτικὸ μέλος σὲ Θρησκευτικὸ Νομικὸ Πρόσωπο, μπορεῖ νὰ ἀποσύρει τὴν ὑπογραφή του; Θὰ γίνει Κληρικολαϊκὴ Σύναξη γιὰ ἐπιβεβαίωση τῆς συμμετοχῆς τῶν ἱδρυτῶν;


Ὁποιοσδήποτε ἐπιθυμεῖ νὰ ἀποσύρει τὴ συμμετοχή του, μπορεῖ νὰ τὸ πράξει «ἀνὰ πᾶσαν στιγμήν». Κληρικολαϊκὴ Σύναξη γιὰ τὴν ὑπεύθυνη καὶ ἀναλυτικὴ ἐνημέρωση τῶν ἱδρυτικῶν μελῶν ἐπὶ τῆς πορείας ὅλης τῆς διαδικασίας ποὺ προηγήθηκε, ἀπεφάσισε νὰ κάνει ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη Ὠρωποῦ καὶ Φυλῆς. Οἱ ἄλλες Μητροπόλεις δὲν ἀνακοίνωσαν κάτι τέτοιο. Στὴν περίπτωση τῆς Μητροπόλεως Ὠρωποῦ καὶ Φυλῆς, ἡ διαδικασία ἀναζήτησης συμμετοχῶν εἶχε ξεκινήσει πρὸ πολλῶν μηνῶν, ἀκόμη καὶ πρὸ τῆς ψηφίσεως τοῦ νόμου, ὁπότε κρίθηκε σκόπιμη καὶ ἀναγκαία μία ἐπικαιροποίηση τῆς συμμετοχῆς στὴν ἵδρυση τοῦ Νομικοῦ Προσώπου. Ἡ συγκεκριμένη Μητρόπολη, εἶναι ἤδη ἕτοιμη νὰ προχωρήσει στὴ ὑποβολὴ τῆς δικῆς της αἰτήσεως καὶ νὰ συγκαλέσει τὴν προαναφερθεῖσα Κληρικολαϊκὴ Σύναξη, στὴν ὁποία θὰ γίνει βεβαίως χρήση τῆς παρούσας Ἐνημέρωσης.

21. Γιατί ἀπαιτεῖται ἀπὸ κάθε συμμετέχοντα στὴν ἵδρυση ἑνὸς Θρησκευτικοῦ Νομικοῦ Προσώπου ἡ ὑπογραφὴ ὑπεύθυνης δηλώσεως, ὅτι δὲν ἀνήκει ταυτόχρονα σὲ ἄλλο Θρησκευτικὸ Νομικὸ Πρόσωπο; Μπορεῖ κάποιος ποὺ εἶναι μέλος σὲ κάποιο Θρησκευτικὸ Σωματεῖο ἢ Ἀστικὴ Ἑταιρεία νὰ συμμετέχει στὴν ἵδρυση ἑνὸς Θρησκευτικοῦ Νομικοῦ Προσώπου;


Μία ἀπὸ τὶς διαφορὲς τοῦ νέου θεσμοῦ τῶν Θρησκευτικῶν Νομικῶν Προσώπων (Θ.Ν.Π.) ἀπὸ τὰ Σωματεῖα καὶ τὶς Ἀστικὲς Ἑταιρεῖες εἶναι, ὅτι δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ εἶναι ταυτοχρόνως μέλος σὲ δύο ἢ περισσότερα Θρησκευτικὰ Νομικὰ Πρόσωπα. Ἐνῶ εἶναι πολὺ κοινὸ φαινόμενο, κάποιος νὰ εἶναι μέλος σὲ πολλὰ Σωματεῖα καὶ Ἀστικὲς Ἑταιρεῖες, δίχως περιορισμό. Πολὺ συχνὰ μάλιστα, ἰδίως στὸν χῶρο μας, τὰ ἴδια καὶ τὰ αὐτὰ πρόσωπα μετέχουν στὶς διοικήσεις πολλῶν Διοικητικῶν Συμβουλίων διαφόρων Σωματείων καὶ αὐτὸς ποὺ εἶναι Πρόεδρος στὸ ἕνα, εἶναι Γραμματέας στὸ ἄλλο καὶ Ταμίας σὲ κάποιο ἄλλο κ.ο.κ.. Αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει στὸ νέο θεσμὸ τῶν Θ.Ν.Π.. Ἡ ἐξήγηση εἶναι ἁπλή. Ὁ νόμος συνδέει τὰ Θ.Ν.Π. μὲ συγκεκριμένο γεωγραφικὸ τόπο. Μέλη του μποροῦν νὰ γίνουν ὅσοι πιστοὶ τῆς συγκεκριμένης Θρησκευτικῆς Κοινότητος κατοικοῦν σὲ αὐτὸν τὸν γεωγραφικὸ χῶρο . Γι’ αὐτὸ ζητεῖται καὶ πιστοποιητικὸ μονίμου κατοικίας ἀπὸ τὸν Δῆμο. Ὅπως ἀκριβῶς κάποιος εἶναι δημότης σὲ ἕναν μόνο Δῆμο καὶ ἄν θέλει νὰ ἐγγραφεῖ σὲ ἄλλον, πρέπει νὰ διαγραφεῖ ἀπὸ τὸν προηγούμενο, τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὰ Θ.Ν.Π.. Μόνον σὲ ἕνα Θ.Ν.Π. μπορεῖ νὰ ἀνήκει: «Τὸ μέλος δὲν μπορεῖ νὰ συμμετέχει ταυτόχρονα σὲ ἄλλο θρησκευτικὸ νομικὸ πρόσωπο, τῆς αὐτῆς ἢ ἄλλης θρησκείας ἢ δόγματος» (ἄρθρο 3 παρ. 1).


Παράλληλα, ὁ ἴδιος νόμος δὲν ἀπαγορεύει σὲ κάποιον νὰ εἶναι μέλος ἑνὸς Θ.Ν.Π. καὶ ταυτοχρόνως νὰ εἶναι μέλος σὲ ὅσα Σωματεῖα ἢ Ἀστικὲς Ἑταιρεῖες ἐπιθυμεῖ. Εἶναι ξεκάθαρος σὲ αὐτό. Ὡς Θ.Ν.Π. νοοῦνται μόνον αὐτὰ ποὺ θεσμοθετοῦνται ἀπὸ τὸ νέο νόμο. Τὰ διάφορα θρησκευτικὰ Σωματεῖα καὶ Ἀστικὲς Ἑταιρεῖες, ποὺ ἐκπροσωποῦν Ναοὺς ἢ Μονές, ΔΕΝ θεωροῦνται Θρησκευτικὰ Νομικὰ Πρόσωπα, ὥστε νὰ ἀποκλείεται ἡ ταυτόχρονη συμμετοχὴ σὲ αὐτά.

22. Μὲ τὴν ἵδρυση Θ.Ν.Π. γιὰ κάποια Μητρόπολη, καταργεῖται αὐτομάτως κάθε εἴδους Νομικὸ Πρόσωπο (Σωματεῖο, Ἀστικὴ Ἑταιρεία) ποὺ χρησιμο-ποιόταν γιὰ τὴν νομική της κάλυψη; Ὑφίστανται κάποιες συνέπειες γιὰ τὰ ἤδη ὑφιστάμενα Σωματεῖα ἢ Ἀστικὲς Ἑταιρεῖες (Ἐνοριῶν ἢ Μονῶν) ἀπὸ τὴν σύσταση Θ.Ν.Π. γιὰ τὴν Μητρόπολη, στὴν ὁποίαν γεωγραφικὰ ἀνήκουν;


Τὸ καθεστὼς τῶν Σωματείων καὶ τῶν Ἀστικῶν Ἑταιρειῶν ποὺ ὑφίστανται, δὲν ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὴν ἵδρυση τῶν Θ.Ν.Π.. Ἁπλῶς ὁ νέος νόμος παρέχει τὴ δυνατότητα στὰ ὑπάρχοντα νομικὰ πρόσωπα (ἄρθρο 18) νὰ μεταβιβάσουν ἀτελῶς (χωρὶς φορολογικὴ ἐπιβάρυνση) τὴν ἀκίνητη περιουσία τους στὰ ἱδρυόμενα Θ.Ν.Π., ἀρκεῖ νὰ τὸ κάνουν ἐντὸς ἑνὸς ἔτους ἀπὸ τὴν σύσταση τοῦ Θ.Ν.Π. καὶ τρία ἔτη ἀπὸ τὴν ἔναρξη τῆς ἰσχύος τοῦ νόμου 4301 (δηλαδὴ μέχρι τὴν 7-11-2017) καὶ μὲ ὁμόφωνη ἀπόφαση τῶν μελῶν τους. Ὑπάρχει ὡστόσο ἡ πιθανότητα, οἱ φοροαπαλλαγὲς τὶς ὁποῖες ἀπολαμβάνουν μέχρι τώρα τὰ Σωματεῖα καὶ οἱ Ἀστικὲς Ἑταιρεῖες νὰ μὴ διατηρηθεῖ στὸ μέλλον.

23. Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ἡ Ἱερὰ Σύνοδος συμβουλεύεται καὶ χρησιμοποιεῖ ὡς δικηγόρο τὸν Νομικὸ Σύμβουλο τοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου καὶ μάλιστα αὐτὸν ποὺ συνηγόρησε ἐναντίον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἐσφιγμένου;


Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἔχουν ἀναμιχθεῖ δύο διαφορετικὲς πληροφορίες καὶ συνέθεσαν ἕνα τεράστιο ψέμα. Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος συμβουλεύεται ὄχι ἕνα, ἀλλὰ διάφορα δικηγορικὰ γραφεῖα, προσπαθώντας νὰ λαμβάνει τὴν καλύτερη δυνατὴ νομικὴ γνώμη ἀπὸ τοὺς πλέον εἰδικοὺς γιὰ τὸ κάθε ζήτημα. Ἀνάμεσά τους εἶναι καὶ δύο δικηγορικὰ γραφεῖα, ποὺ εἶναι δοκιμασμένα μὲ ἐπιτυχίες στὰ δικαστήρια, πρᾶγμα πολὺ σημαντικό, ἀλλὰ κυρίως τὰ στελέχη τους (δικηγόροι) διαθέτουν ἦθος καὶ εὐπρέπεια.


Τὸ πρῶτο δικηγορικὸ γραφεῖο εἶναι τῆς κ. Ἰφιγένειας Καμτσίδου, ἀναπλ. Καθηγήτριας τοῦ Συνταγματικοῦ Δικαίου στὸ Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο τῆς Θεσσαλονίκης. Πρόκειται γιὰ τὴ Δικηγόρο, ἡ ὁποία πράγματι συμμετεῖχε στὴν προσφυγὴ τῶν Πατέρων τῆς γνησίας Ἱερᾶς Μονῆς Ἐσφιγμένου κατὰ τῆς καταδικαστικῆς ἀποφάσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, βάσει τῆς ὁποίας ἀποφασίσθηκε ἡ ἀπέλασή τους ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀλλὰ ἦταν μὲ τὸ μέρος τῶν Ἐσφιγμενιτῶν Πατέρων. Ἡ κ. Καμτσίδου ἔχει ἀναλάβει τὸν ἀγῶνα ὑπερασπίσεως τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίων Πάντων Ζακύνθου (τοῦ Μακαριστοῦ Γέροντος Ἀδριανοῦ τοῦ Σιναΐτου) ἀπὸ τὶς ἁρπακτικὲς διαθέσεις τῆς Μονῆς Βατοπεδίου.


Τὸ δεύτερο δικηγορικὸ γραφεῖο εἶναι ἡ «Δικηγορικὴ Ἑταιρεία Νικ. Κτιστάκις καὶ συνεργάτες» στὴν Θήβα, ποὺ ἔχει μακρὰ παράδοση στὴν ὑπεράσπιση τῶν δικαιωμάτων τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν. Ὁ παπποῦς, Ἰωάννης Κτιστάκις, Δήμαρχος τότε (1937) τῆς Θήβας καὶ δικηγόρος, ἐλευθέρωσε τὸν μακαριστὸ Πρεσβύτερο τῆς Ἐκκλησίας μας π. Χρῆστο Γκιόκα ἀπὸ τὰ ἄδικα δεσμὰ τῆς φυλακῆς. Ὁ πατέρας, ποὺ ἔχει σήμερα τὴν Δικηγορικὴ Ἑταιρεία, κ. Νικόλαος Κτιστάκις, ὑπερασπίσθηκε ἐπιτυχῶς τὸν Μακαριστὸ Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν κυρὸ Χρυσόστομο στὰ δικαστήρια τῆς Θήβας, ὅταν εἶχε κατηγορηθεῖ γιὰ ἀντιποίηση τοῦ ἀξιώματος τοῦ λειτουργοῦ τῆς Ἀνατολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τὸ 1990. Ὁ ἕνας γιὸς (τρίτη γενιά), Ἰωάννης Κτιστάκις ὁ νεώτερος, ὑπερασπίσθηκε ἐπιτυχῶς καὶ μὲ ἐπαγγελματισμὸ στὸ Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας τὴν ὑπόθεση τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Νικήτα Καλύμνου, τὸν ὁποῖο ἡ Νεοημερολογιτικὴ Μητρόπολη Καλύμνου εἶχε αὐθαιρέτως χαρακτηρίσει Ἐνορία καὶ ἐπεχείρησε νὰ τὸν οἰκειοποιηθεῖ, ἐνῶ ἀνῆκε σὲ Παλαιοημερολογῖτες. Ἡ ὑπόθεση κρίθηκε ἀπὸ τὴν Ὁλομέλεια τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας καὶ κερδήθηκε καὶ ὁ Ναὸς τώρα χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας, δίχως προβλήματα. Ὁ συγκεκριμένος ἔχει πολλὲς ἐπιτυχίες ἐνώπιον τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἡ ὑπόθεση τοῦ Ὀρφανοτροφείου τῆς Πριγκίπου, τὸ ὁποῖο ἐπεστράφη στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀπὸ τὸ Τουρκικὸ Δημόσιο. Πράγματι, ὁ Ἰωάννης Κτιστάκις συμβουλεύει ἔκτοτε τὸ Πατριαρχεῖο γιὰ τέτοια ζητήματα, ὑπερασπιζόμενος τὰ δικαιώματα τῆς ἑλληνικῆς μειονότητας τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐντὸς τοῦ τουρκικοῦ Κράτους. Ποτέ, ὅμως, δὲν ἔχει ἀναμιχθεῖ στὸ ζήτημα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἐσφιγμένου. Ὁ δεύτερος υἱός, ὁ Ἐλευθέριος, μέλος καὶ αὐτὸς τῆς οἰκογενειακῆς Δικηγορικῆς Ἑταιρείας, θὰ ὑπερασπισθεῖ ἐνώπιον τῶν ἁρμόδιων Ἑλληνικῶν δικαστηρίων ὅλες τὶς ὑποθέσεις γιὰ τὴν ἀναγνώριση τῆς νομικῆς μας προσωπικότητας ὑπὸ τὸν νέο νόμο 4301.


Γιὰ τὸ ζήτημα τοῦ νέου νόμου 4301 συναμφότερα τὰ δικηγορικὰ γραφεῖα, μᾶς συμβούλεψαν ὅτι, παρὰ τὰ ὅποια μειονεκτήματά του, εἶναι ἀναγκαία ἡ χρήση τοῦ νόμου αὐτοῦ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας.


24. Γιατί δὲν ἔγινε κάποια Ἐγκύκλιος κατὰ τὸ ξεκίνημα τῆς διαδικασίας;


Τὸ ζήτημα τῆς προσκτήσεως νομικῆς προσωπικότητας ἀπὸ τὰ καθιδρύματα τῆς Ἐκκλησίας κάθε βαθμίδος (Ἐνορίες, Μοναστήρια, Μητροπόλεις, Σύνοδος), δὲν ἀπετέλεσε ποτὲ κατὰ τὸ παρελθὸν ἀντικείμενο ἀποστολῆς Ἐγκυκλίου. Ἄλλωστε, δὲν χρειάζεται νὰ γίνει κάποια πανελλήνια κινητοποίηση γιὰ τὸ θέμα. Οἱ τουλάχιστον τριακόσιοι πιστοί, ποὺ ἐμπιστεύονται τοὺς Ἀρχιερεῖς τους καὶ θέλουν νὰ τοὺς βοηθήσουν στὴν ἵδρυση τῶν νομικῶν προσώπων τῶν Μητροπόλεων, ἦταν πολὺ εὔκολο νὰ βρεθοῦν. Ἐπιπλέον, οἱ Μητροπόλεις οἱ ὁποῖες τώρα προσλαμβάνουν τὴ νομικὴ προσωπικότητα ὡς Θρησκευτικὰ Νομικὰ Πρόσωπα, ἤδη διαθέτουν νομικὴ προσωπικότητα Ἀστικῆς Ἑταιρείας. Ἄν ὁ νέος θεσμὸς δὲν ἀπαιτοῦσε τὴν συμμετοχή τόσο μεγάλου ἀριθμοῦ προσώπων, ἡ μετάβαση ἀπὸ τὴ μία μορφὴ στὴν ἄλλη θὰ εἶχε γίνει ἤδη δίχως νὰ προκληθεῖ θόρυβος.


Ἐπιπλέον, μία Ἐγκύκλιος θὰ ἦταν ἀδύνατον νὰ ἐξηγήσει ἐπαρκῶς τὸ θέμα. Οἱ Μητροπόλεις ποὺ προσλαμβάνουν αὐτὴ τὴ νομικὴ μορφή, προέκριναν τὴ λύση τῆς Συνάξεως τῶν Κληρικῶν τῆς κάθε μίας καὶ τῆς ἀναθέσεως στοὺς Ἱερεῖς τῆς ἁρμοδιότητος εὑρέσεως τῶν πιστῶν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι θὰ ἐπιθυμοῦσαν νὰ βοηθήσουν. Δυστυχῶς, κάποιοι Κληρικοὶ δὲν κατενόησαν ἐπαρκῶς τὸ θέμα καὶ ἄλλοι, ἀντὶ νὰ βοηθήσουν, οἱ ἴδιοι ἀντιτάχθηκαν στὴ διαδικασία, ἐνῶ ἄλλοι προσπάθησαν νὰ βοηθήσουν, ἀλλὰ δὲν εἶχαν ἐπαρκῆ γνώση τοῦ θέματος, γιὰ νὰ ἀπαντοῦν στὶς ἀπορίες τῶν πιστῶν. Αὐτὰ τὰ δημιουργηθέντα κενὰ καλεῖται νὰ καλύψει ἡ παροῦσα Ἐνημέρωση.


Τελικῶς, καταλήγουμε μὲ τὴν διαπίστωση, ὅτι ὁ θεσμὸς τῶν Θρησκευτικῶν Νομικῶν Προσώπων μᾶς παρέχει ἕνα νέο νομικὸ ἐργαλεῖο, ποὺ μποροῦμε νὰ χρησιμοποιήσουμε, γιὰ νὰ διασφαλίσουμε τὰ δικαιώματά μας, ἀλλὰ καὶ τὴν ὀνομασία μας. Ἂν δὲν τὸ χρησιμοποιήσουμε ἐμεῖς, κάποιοι ψευδο-ΓΟΧ θὰ χρησιμοποιήσουν τὸν νόμο καὶ ἂν ἀναγνωρισθοῦν μὲ τὸ ὄνομα τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ἐμεῖς δὲν θὰ ἐπιτρέπεται νὰ τὸ χρησιμοποιοῦμε. Αὐτὸ φυσικὰ δὲν πρέπει νὰ τὸ ἐπιτρέψουμε ποτὲ νὰ συμβεῖ.

-----------------------------------------------------------------------------

Παραπομπές

[1] Τὴν Γνωμοδότηση αὐτὴ μπορεῖτε νὰ δεῖτε  ΕΔΩ 

[2] Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὲς τὶς δύο μορφὲς Νομικῆς Προσωπικότητος, ὑπῆρχε καὶ ἡ δυνατότητα τῆς μορφῆς τοῦ Ἱδρύματος, ὅμως ἡ Ἐκκλησία μας δὲν ἔκανε χρήση αὐτοῦ τοῦ εἴδους νομικῆς προσωπικότητος σὲ καμία ὀργανωτική της μονάδα, γι’ αὐτὸ δὲν ἀναφερόμαστε σὲ αὐτό.

[3] Τὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων εἶναι μία ὁλόκληρη τοπικὴ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶχε ὀργανωθεῖ ὡς μία ἑνιαία Ἀδελφότητα ἤδη ἀπὸ τὸ 326: «Τάγμα τῶν Σπουδαίων τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσεως», συνέχεια τοῦ ὁποίου ἀποτελεῖ τὸ «Ἱερὸν Κοινὸν τοῦ Παναγίου Τάφου», ἡ σημερινὴ Ἁγιοταφικὴ Ἀδελφότης. Πάντως, δὲν πρέπει νὰ λησμονεῖται, ὅτι τὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων συμμετέχει στὴν αἱρετικὴ Οἰκουμενικὴ Κίνηση, κοινωνεῖ μὲ ὅλες τὶς λεγόμενες ἐπίσημες οἰκουμενιστικὲς Ἐκκλησίες, καὶ βεβαίως γιὰ μᾶς εἶναι πλήρως ἀκοινώνητο.

[4] Εἶναι αξιοσημείωτο αὐτὸ ποὺ ἀναφέρεται σὲ Ὑπόμνημα τοῦ Δ.Σ. τῆς Π.Θ.Ε.Ο.Κ. πρὸς τὴν Κυβέρνηση (καὶ μάλιστα τοῦ Γεωργίου Παπαδοπούλου), ὅταν ἐπεχείρησε ἡ Νεοημερολογητικὴ Ἐκκλησία νὰ διαλύσει τὰ Μοναστήρια μας καὶ νὰ τὰ οἰκειοποιηθεῖ: «Τρέφομεν τὴν ἀκράδαντον πεποίθησιν, ὅτι θὰ ἀπαγορεύσῃ εἰς τὴν ἐκδηλωθεῖσαν διὰ τοῦ νέου νομοσχεδίου δίωξιν καὶ θὰ διατάξῃ τὴν διαγραφὴν τῶν ἀντισυνταγματικῶν καὶ ἀντικανονικῶν ὡς ἀνωτέρῳ διατάξεων. Ἡ Ἐκκλησία ἡμῶν παρακαλεῖ τὴν Ἐθνικὴν Κυβέρνησιν, ὅπως συμφώνως πρὸς τὴν παρ. 3 τοῦ ἄρθρου 16 τοῦ νέου Συντάγματος, ὑποβάλῃ τοὺς λειτουργοὺς ἡμῶν ὡς καὶ ὁλόκληρον τὴν Ἐκκλησίαν μας εἰς Κρατικὴν ἐπιτήρησιν, ὁρίζουσα τὰ Κρατικὰ ὄργανα τοῦ ἐλέγχου καὶ τῆς ἐπιτηρήσεως. Οἴκοθεν νοεῖται, ὅτι δὲν εἶναι ἐπιτρεπτὸν νὰ ὑποβληθῇ ἡ Ἐκκλησία μας εἰς τὴν ἐπιτήρησιν τῆς κρατούσης Ἐκκλησίας, ῥητῶς ἀπαγορευομένου τούτου, διότι τὸ Σύνταγμα (σ.σ. τῆς δικτατορίας) ἀπαιτεῖ «Κρατικὴν Ἐπιτήρησιν» οἵαν εἰς τοὺς «λειτουργοὺς τῆς κρατούσης» καὶ οὐχὶ ἄλλου τινὸς ὀργάνου». (Ὁλόκληρο τὸ ὑπόμνημα ΕΔΩ. Τὸ αἴτημά μας εἰσακούσθηκε τότε καὶ ματαιώθηκαν τὰ σχέδια τῆς κρατούσης Ἐκκλησίας. Ὁ κίνδυνος ὅμως δὲν παρῆλθε, διότι μόλις πρὶν ἕνα ἔτος ἐπιχειρήθηκε νὰ περάσει τροπολογία ποὺ ἔθετε πάλι σὲ κίνδυνο τὰ Μοναστήρια μας. (βλ. σχετικῶς ΕΔΩ ).

[5] Ἀ.π. Υ-901/2-12-1987. Ὁλόκληρο τὸ ἔγγραφο: ΕΔΩ
[6] Στὴν πρώτη περίπτωση, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἀναγκάσθηκε νὰ καταδικάσει ὡς αἵρεση τὴν νοοτροπία τοῦ ὅτι τὰ Ἐκκλησιαστικά Πράγματα πρέπει νὰ διοικοῦνται ἀπὸ τὶς Διοικήσεις τῶν Σωματείων καὶ ἐπέβαλε ἀφορισμὸ σὲ μέλη Διοικητικοῦ Συμβουλίου, ποὺ ἤθελαν νὰ ἀποφασίσουν ἐκεῖνοι περὶ τοῦ Ἐφημερίου τοῦ Ναοῦ, τοῦ ὁποίου τὴν ἰδιοκτησία κατεῖχαν. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ ἀποσχισθοῦν, καταφεύγοντες στὴν παρασυναγωγὴ τῶν «μακαριτῶν». Τὰ περισσότερα μέλη τοῦ Δ. Συμβουλίου ἐκείνου τοῦ Σωματείου ἀκόμη τελοῦν ὑπὸ ἀφορισμόν.

[7] Πρόκειται γιὰ Νεστοριανοὺς Χριστιανοὺς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἀπογόνους αὐτῶν ποὺ βρέθηκαν στὴν Ἑλλάδα ἐλθόντες ὡς πρόσφυγες κατὰ τὴν Μικρασιατικὴ Καταστροφή.

[8] Τοῦτο μᾶς ἐπιβαίωσε καὶ ἡ Καθηγήτρια τοῦ Συνταγματικοῦ Δικαίου στὸ ΑΠΘ κ. Ἰφιγένεια Καμτσίδου. Ἐπίσης τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας, Θρησκευμάτων, Πολιτισμοῦ καὶ Ἀθλητισμοῦ (Διεύθυνση Ἐκκλησιαστικῆς Διοικήσεως) ἀπαντῶντας σὲ σχετικό ἔγγραφό μας ἀναφέρει ὅτι γιὰ τοῦς ΓΟΧ ἰσχύει μόνον τὸ ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος, τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται στὴν ἐλευθερία τῆς θρησκευτικής συνειδήσεως (Βλ. ΕΔΩ: ). Ἐπιπλέον τὸ ὅτι τὸ ἄρθρο 16 τοῦ Νόμου 4301 δὲν ἀναφέρεται στοὺς ΓΟΧ. ἐπιβεβαιώνει καὶ ἡ ΕΕΔΑΠ στὸ ἀπόσπασμα ποὺ προαναφέρθηκε στὴν ἐρωταπόκριση 11, παράγραφος 7. 

[9] Ὁλόκληρη ἡ Γνωμοδότηση τῆς Ε.Ε.Δ.Α. ΕΔΩ .


[10] Γιὰ παράδειγμα βλέπουμε σὲ μία δημοσιευθεῖσα εἴδηση:
«Ἕνα ἀκόμα γηροκομεῖο, ἀλλὰ σύγχρονων προδιαγραφῶν, ὅπως αὐτὰ ποὺ λειτουργοῦν στὸ ἐξωτερικό, πρόκειται νὰ ἀνεγερθεῖ στὰ ἑπόμενα δύο-τρία χρόνια στὴν Καβάλα. Συγκεκριμένα, θὰ εἶναι ἕνα συγκρότημα κτιρίων, τὸ ὁποῖο θὰ περιλαμβάνει τὴ μονάδα διαβίωσης τῶν ἡλικιωμένων ἀτόμων, χώρους καθημερινῆς φροντίδας καὶ δραστηριότητας καὶ ἕναν μικρὸ ἱερὸ ναό. Τὸ συγκρότημα αὐτὸ θὰ κατασκευαστεῖ στὴ θέση «Πλατανούσα», πίσω ἀπὸ τὸ παλιὸ Σανατόριο, σὲ οἰκόπεδο ποὺ δώρισε στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Θεσσαλονίκης, Μακεδονίας, Θράκης καὶ στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, ἡ Καβαλιώτισσα Φωτεινὴ Λούλη-Μαραγκοῦ, πρὶν τὸ θάνατό της. Στὴν παρουσίαση τοῦ ἐγχειρήματος, χθὲς τὸ ἀπόγευμα στὸ τεχνικὸ γραφεῖο τοῦ Γιώργου Ἀδρίμη καὶ τῶν συνεργατῶν του, στὴν Καβάλα, παραβρέθηκε καὶ ὁ Μητροπολίτης γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Θεσσαλονίκης, Μακεδονίας καὶ Θράκης, κύριος Εὐθύμιος (....) Ὅσον ἀφορᾶ τὴ χρηματοδότηση τοῦ ἔργου, θὰ γίνει μέσω τοῦ Ε.Σ.Π.Α., ἐνῶ θὰ συνεισφέρουν δύο πανίσχυροι ἐπενδυτές, ὅπως εἶπε ὁ Δημήτρης Παπαϊωάννου, ποὺ ἀνήκουν στὸν κατασκευαστικὸ κλάδο». Βλ. περισσότερα  ΕΔΩ. (Γιὰ ὅσους τυχὸν δὲν γνωρίζουν, ἡ ἀναφερομένη στὸ δημοσίευμα Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου ἔχει περιβληθεῖ τὴ νομικὴ μορφὴ τῆς Ἀστικῆς Ἑταιρείας, τῆς ὁποίας Πρόεδρος εἶναι ὁ κ. Μακάριος Καβακίδης. Ἀσφαλῶς μεταφέροντας τὰ ὅσα ἀναφέρει τὸ δημοσίευμα, δὲν ὑπονοοῦμε ὅτι διεπράχθη κάτι παράνομο. Ἁπλῶς ἀποδεικνύουμε, ὅτι ἂν τὸ ζητούμενο ἦταν ἡ χρηματοδότηση ἀπὸ τὰ προγράμματα ΕΣΠΑ, ἡ Ἀστικὴ Ἑταιρεία κάνει θαυμάσια τὴν δουλειά της, καὶ δὲν θὰ χρειαζόταν νὰ συστήσουμε Θ.Ν.Π.).

[11] Κατὰ τὴν στενὴ ἑρμηνεία τοῦ νόμου. Ὑπάρχει καὶ εὐρεῖα ἑρμηνεία τοῦ νόμου, κατὰ τὴν ὁποία μπορεῖ κάποιος νὰ διαμένει στὴν εὐρύτερη περιοχὴ ποὺ ἑδρεύει τὸ Θ.Ν.Π. (στὰ γεωγραφικὰ ὅρια τῆς Περιφερείας). Υἱοθετήθηκε σὲ πρώτη φάση ἡ στενὴ ἑρμηνεία τοῦ νόμου, γιὰ νὰ μὴν ὑπάρξουν προβλήματα κατὰ τὴν ἔγκριση ἀπὸ τὸ Πρωτοδικεῖο, καθὼς πρόκειται γιὰ μία περίπτωση ποὺ καὶ οἱ ἴδιοι οἱ Πρωτοδίκες θὰ ἀντιμετωπίσουν γιὰ πρώτη φορά.

[12] Μὲ δεδομένες τὶς περιορισμένες οἰκονομικὲς δυνατότητες ποὺ ἔχει.


Ἰανουάριος 2015
Ἐκ τῆς Ἀρχιγραμματείας τῆς Ἱερᾶς Συνόδου

[Σὲ ἐκτυπώσιμη μορφή PDF