ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου
Μετά τήν ἔνδοξο Ἀνάληψη στούς οὐρανούς, τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία, πού εἶναι τό μυστηριακό σῶμα Του, ἑορτάζει γηθοσύνως τήν «μεθέορτον καί τελευταῖαν ἑορτήν», ὅπως ψάλλουμε1 , καί «αὕτη ἐστι Πεντηκοστή»2 . Ἡ Ἑορτή αὐτή εἶναι «ἐπαγγελίας συμπλήρωσις καί προθεσμίας». Πράγματι, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι κατά καιρούς ὑπόσχονται πολλά στούς συνανθρώπους τους καί σέ πολλές περιπτώσεις δέν πραγματοποιοῦν τά ὑπεσχημένα, αὐτό δέν συμβαίνει μέ τόν Θεάνθρωπο Χριστό, ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. Ὁ Θεός, ὅ,τι ὑπόσχεται, τό πραγματοποιεῖ μέ πιστότητα.
Ὁ Ἐνανθρωπήσας Θεός Λόγος ὑποσχέθηκε στούς Μαθητές Του ὅτι μετά τήν ἀπό γῆς σωματική ἀναχώρησή Του θά στείλει στόν κόσμο τόν «ἄλλον Παράκλητον», τό «Πνεῦμα τῆς ἀληθείας», καί αὐτό ἔγινε πραγματικότητα κατά τήν πανεύσημο ἡμέρα τῆς Ἁγίας Πεντηκοστῆς, ὅπου ὁ Παράκλητος «κατῆλθεν ἐπί τῆς γῆς, ὥσπερ ἐν εἴδη γλωσσῶν καί μαθητάς ἐφώτισε καί τούτους οὐρανομύστας ἀνέδειξε»3 .
Τό Ἅγιο Πνεῦμα «ἐπλήρωσε τόν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι» οἱ Μαθηταί τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καί αὐτό εἶναι συμβολισμός τῆς οἰκουμένης. Ἡ ἄπαυστη κάθοδος τοῦ Παρακλήτου εἶναι μία συνεχής καί διαρκής πραγματικότητα στήν Ἐκκλησία. Τό Ἅγιο Πνεῦμα «μεθ᾿ ἡμῶν ἐστί» καί γι᾿ αὐτό καί ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι παντοτινή Πεντηκοστή. Ἄλλωστε, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, «ἡ χάρις οὐ στενή, οὐδέ τόποις περιγραπτή». Αὐτή ἡ Χάρις τοῦ Παρακλήτου δέν εἶναι ἁπλῶς κάποιο χαρακτηριστικό, ἀλλά ἀποτελεῖ ὀντολογικό γνώρισμα τῆς Ἐκκλησίας4 .
Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐστάλη ἀπό τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ὡς «καταλλαγῆς τεκμήριον», θά διαβεβαιώσει πάλι ὁ ἱερός Χρυσόστομος5. Πράγματι, στό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο διαβάζουμε ὅτι δέν εἶχε δοθεῖ ἀκόμη τό Ἅγιο Πνεῦμα, διότι ὁ Ἰησοῦς ἀκόμη δεν εἶχε δοξασθεῖ: «Οὐδέπω γάρ ἦν Πνεῦμα ἅγιον, ὅτι ὁ Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη»6 .
Ὁ ἱ. Χρυσόστομος ἐν προκειμένῳ θά μᾶς διευκρινήσει ὅτι δόξα γιά τόν Χριστό εἶναι ὁ Σταυρός. Καί θά σημειώσει ὅτι ἄν καί πραγματικά ἀπό τή φύση της ἡ σταύρωση ἦταν προσβλητικό γεγονός, ἐπειδή ὅμως αὐτή πραγματοποιήθηκε γι᾿ αὐτούς πού ἀγαποῦσε, τήν ὀνομάζει ὁ Χριστός δόξα7 . Κατά τόν αὐτόν Ἱεράρχη καί μεγάλο Οἰκουμενικό Διδάσκαλο, τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν δόθηκε στόν κόσμο πρίν τή σταύρωση, «ἐπειδή ἡ ἀνθρωπότητα ζοῦσε μέσα στήν ἁμαρτία, στά σκάνδαλα, στό μῖσος καί στήν ἀτιμία, γιατί δέν εἶχε θυσιαστεῖ ἀκόμη ὁ ἀμνός πού σήκωσε ἐπάνω του τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου»8 . Συνεπῶς, ἐπειδή δέν εἶχε σταυρωθεῖ ὁ Χριστός, δέν ὑπῆρχε ἡ «καταλλαγή», δηλ. ἡ συμφιλίωση μεταξύ ἀνθρώπου καί Θεοῦ, καί ἑπομένως, πολύ σωστά, κατά μέ τόν χαριτώνυμο Ἰωάννη, ὁ Χριστός δέν ἔστελνε τό Ἅγιο Πνεῦμα στόν κόσμο.
Σύμφωνα μέ τήν Πατερική Θεολογία, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ «βραχίων» τοῦ Πατρός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα ὁ «δάκτυλος» αὐτοῦ. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀποκαλύπτει τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ στήν κτίση καί μαζί μέ τόν Υἱό ἀποκαλύπτει καί τόν Πατέρα. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος πάλι ἐν προκειμένῳ, θεολογῶντας περί τοῦ Παρακλήτου θά γράψει ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα μέ τήν παρουσία Του λειτουργεῖ ὡς δάκτυλος, πού καθιστᾶ γνωστό τόν κηρυττόμενο Χριστό: «Ὁρᾷς ὅτι διά τοῦτο ἦλθε τό Πνεῦμα τό ἅγιον, οὐχ ὡς τότε πρῶτον ἐπιφοιτῆσαν, ἀλλ᾿ ἵνα δείξῃ τόν κηρυττόμενον, ὥσπερ δακτύλῳ τινί τῇ πτήσει πᾶσιν αὐτόν γνώριμον ποιεῖν»9 ;
Στήν Οἰκονομία, δηλαδή στή φανέρωση τοῦ Θεοῦ στήν κτίση, ἔρχεται ὁ Παράκλητος, τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό Ὁποῖο, ὅπως διαβάζουμε στήν Εὐχή τῆς Ἀναφορᾶς στή Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου, εἶναι «τό τῆς ἀληθείας Πνεῦμα, τό τῆς υἱοθεσίας χάρισμα, ὁ ἀρραβών τῆς μελλούσης κληρονομίας, ἡ ἀπαρχή τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, ἡ ζωοποιός δύναμις, ἡ πηγή τοῦ ἁγιασμοῦ». Πρόκειται γιά μιά συγκλονιστική κατάθεση τοῦ Ἁγίου Ἱεράρχου τῆς Καισαρείας, πού μᾶς παρουσιάζει ὅλα τά θεῖα δῶρα τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τά ὁποῖα καί μόνο ἀκουόμενα μποροῦν νά καταθέλξουν καί νά συγκινήσουν κάθε φωτοφόρο καί θεοφιλῆ καρδία!
Ὁ Μέγας Βασίλειος, ἀκόμη, θά σημειώσει ὅτι εἶναι παντοῦ παρόν τό Ἅγιο Πνεῦμα. Εἶναι στήν ἔνσαρκο Οἰκονομία τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, στήν ἴαση τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων, στή φυγάδευση τῶν δαιμόνων καί τήν κατάργησή τους, στήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, στήν ἐν Χριστῷ ἀπολύτρωση καί τήν οἰκείωση πρός τόν Θεό, ἀλλά καί στήν ἐκ τῶν νεκρῶν ἀνάσταση. Ὅλα τά ἐνεργεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα:
«Χριστοῦ ἐπιδημία∙ καί τό Πνεῦμα προτρέχει. Ἔνσαρκος παρουσία∙ καί τό Πνεῦμα ἀχώριστον. Ἐνεργήματα δυνάμεων, χαρίσματα ἰαμάτων, διά τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου. Δαίμονες ἀπηλαύνοντο ἐν τῷ Πνεύματι τοῦ Θεοῦ. Διάβολος κατηργεῖτο συμπαρόντος τοῦ Πνεύματος. Ἁμαρτιῶν ἀπολύτρωσις ἐν τῇ χάριτι τοῦ Πνεύματος… Οἰκείωσις πρός Θεόν διά τοῦ Πνεύματος… Ἡ ἐκ νεκρῶν ἐξανάστασις, τῇ ἐνεργείᾳ τοῦ Πνεύματος»10 .
Ὁ Παράκλητος πνέει μέσα στήν Ἐκκλησία καί ἁγιάζει τά μέλη της. Ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχει ἡ ἐν Χριστῶ σωτηρία, διότι ἐκεῖ ἐνεργεῖ τό Πανάγιο Πνεῦμα, διά τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας Του. Ἡ Ἐκκλησία, σύμφωνα μέ τή γνωστή διατύπωση – εἰκόνα τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου, εἶναι «σῶμα Χριστοῦ»11 . Αὐτό τό θεῖον σῶμα ἔχει Κεφαλή τόν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος μέ τήν Σάρκωσή Του «σάρκαν Ἐκκλησίας ἀνέλαβε», ὅπως γράφει ὁ θεορρήμων Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος12 . Ὅμως, κάθε σῶμα, ὡς γνωστόν, ἔχει καί ψυχή, διότι δέν νοεῖται σῶμα ἄψυχο. Ἐν προκειμένῳ, ψυχή τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό Ὁποῖο τήν «ἀρχιτεκτονεῖ» πάνω στόν «θεμέλιον πάντων τῶν θεμελίων» λίθο, πού εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός13 . Ὁ Παράκλητος κατευθύνει τήν Ἐκκλησία, Αὐτός τήν ἁγιάζει καί ὁδηγεῖ τή μέλη της «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν»14 . Πάλι ὁ χρυσόρρειθρος ποταμός τῆς Ἐκκλησίας θά δροσίσει τά πιστά μέλη της, διαζωγραφῶντας τήν ἐξεικόνιση τοῦ Ἀγίου Πνεύματος ὡς ψυχῆς τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας:
«Καθάπερ ἐν σώματι πνεῦμα ἐστι τό πάντα συνέχον καί ἕν τι ποιοῦν τό ἐν διαφόροις ὄν μέλεσιν, οὕτω δή καί ἐνταῦθα· διά γάρ τοῦτο τό Πνεῦμα ἐδόθη, ἵνα τούς γένει καί τρόποις διεστηκότας ἑνώσῃ»15 .
Τό Πανάγιο Πνεῦμα, καθώς ψάλλουμε στούς Ὕμνους τῆς Πεντηκοστῆς, «ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας»16 . Αὐτό, βεβαίως, δέν λέγεται στήν προοπτική καί τό πλαίσιο μιᾶς «θεσμικῆς Ἐκκλησίας», ὅπως νοεῖται σήμερα, διότι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι θεσμός. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει τήν θεσμική της διάσταση, ὅπως ἔχει καί τή χαρισματική17 . Ἔχει καί θεσμούς (ὅπως λ.χ. εἶναι ὁ θεσμός τοῦ Γάμου, ἤ ὁ θεσμός τοῦ Μοναχισμοῦ κ.λπ.), ἀλλά αὐτή καθεαυτή ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι θεσμός. Μποροῦμε ἀκόμη νά σημειώσουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀπό δογματικῆς ἀπόψεως, δέν εἶναι οὔτε ἵδρυμα («θεῖον καθίδρυμα», ὅπως διαβάζουμε σέ παλαιές δογματικές), ἐφόσον ὁ Χριστός δέν ἵδρυσε, ἀλλά δημιούργησε τήν Ἐκκλησία, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, καί εἶναι σαφῶς, ἄλλο ὁ ἱδρυτής καί ἄλλο ὁ «ἐκ τοῦ μή ὄντως» δημιουργός18 . Ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, εἶναι «σῶμα Χριστοῦ» καί «κοινωνία θεώσεως», κατά τή δογματική διατύπωση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ19 . Τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἐν προκειμένῳ, συγκροτεῖ τήν Ἐκκλησία ὡς ὁλότητα.
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος θά τονίσει ἀκόμη ὅτι ἄν δέν ὑπῆρχε Πνεῦμα Ἅγιο, δέν θά εἶχε συσταθεῖ ἡ Ἐκκλησία, καί τό γεγονός ὅτι αὐτή ἔχει συσταθεῖ, εἶναι δηλωτικό τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: «Εἰ μή Πνεῦμα παρεῖν, οὐκ ἄν συνέστη ἡ Ἐκκλησία, εἰ δέ συνίσταται ἡ Ἐκκλησία, εὔδηλον ὅτι τό Πνεῦμα πάρεστιν»20 . Ὁ δέ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, χρησιμοποιεῖ μιά ἐπληκτική εἰκόνα, προκειμένου νά ἐκφράσει ὅσον ἐφικτό, τήν παρουσία καί δράση τοῦ Παρακλήτου μέσα στήν Ἐκκλησία. Τό Ἅγιο Πνεῦμα, λέγει, «περιπολεῖ»21 συνεχῶς καί δρᾶ ἀκαταπαύστως μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἄλλωστε, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία χαρακτηρίζεται δικαίως καί εἶναι Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος22 . Αὐτό ἐνεργεῖ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, καί διά τῶν ἱερῶν Μυστηρίων «οἰκοδομεῖ», «αὐξάνει» τό ἕνα σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί τό ζωογονεῖ στήν ὁλότητά του23 . Καί οἱ πιστοί τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, γνωρίζουμε ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ «ἥλιος τῆς δικαιοσύνης», ὅπως γράφει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, κατευθύνει ὁ Ἴδιος τόν «πλοῦν» τοῦ σκάφους τῆς Ἐκκλησίας καί ἐμεῖς, λέγει, ὅταν καθόμαστε στό πηδάλιο, δέν περιμένουμε τήν πνοή τοῦ ζεφύρου, ἀλλά τήν πραεῖαν αὔραν τοῦ Πνεύματος24 .
Θά ἐπιθυμούσαμε, ἀπό τίς ὑψηλές θεολογικές ἑρμηνεῖες τῶν θεοφόρων Πατέρων περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νά μεταβοῦμε στήν προσωπική ἀπό μέρους τῶν Ἁγίων βίωση καί οἰκείωση τῆς Ἁγιοπνευματικῆς Χάριτος. Ἔτσι, θά κατακλείσουμε, ἐν προκειμένῳ, τό παρόν κείμενο μέ τήν προσωπική μαρτυρία ἑνός μεγάλου Πατρός τῆς Ἐκκλησίας, πνευματοφόρου καί θεόπτου. Πρόκειται γιά τόν Συμεών τόν Νέο Θεολόγο. Αὐτός ἔβλεπε κατά τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεώς του τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως ἐπίσης ἔβλεπε τή Χάρη «ἐπί τῶν προκειμένων Δώρων» τῆς Εὐχαριστίας. Στό κατωτέρω συγκλονιστικό κείμενο ὁ Ἅγιος διηγεῖται, μᾶλλον ἀποφαίνεται ἐμπειρικά καί μᾶς λέγει τί εἶναι γιά τή ζωή του τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ Παράκλητος, γιά τόν ἅγιο Συμεών, εἶναι «τά πάντα ἐν πᾶσι», θεία ἕνωση, φῶς, τροφή, κάθαρση καί ἄλλα πολλά, ὅπως τά βιώνει καί τά καταθέτει μέσα ἀπό τίς θεοφάνειες πού ἀξιώθηκε.
«Εὐχαριστῶ σοι, ὅτι ἕν πνεῦμα ἐγένου μετ᾿ ἐμοῦ,
ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀναλλοιώτως, ὁ ἐπί πάντων Θεός,
καί αὐτός μοι τά πάντα ἐν πᾶσι γεγένησαι,
τροφή ἀνεκλάλητος καί εἰς ἅπαν ἀδάπανος,
ἀενάως ὑπερκχεομένη τοῖς τῆς ἐμῆς ψυχῆς χείλεσι
καί ὑπερεκβλύζουσα ἐν τῇ πηγῇ τῆς καρδίας μου,
ἔνδυμα ἀπαστράπτον καί καταφλέγον τούς δαίμονας
κάθαρσις δι᾿ ἀφθάρτων καί ἁγίων δακρύων ἐκπλύνουσά με,
ὧν ἡ σή παρουσία, πρός οὕς παραγίνῃ χαρίζεται.
Εὐχαριστῶ σοι, ὅτι φῶς ἀνέσπερόν μοι γεγένησαι
καί ἥλιος ἄδυτος, ποῦ κρυβῆναι μή ἔχων,
ὁ πληρῶν τῆς δόξης τά σύμπαντα.
Οὐδέποτα γάρ ἀπεκρύβης ὑπό τινος,
ἀλλ᾿ ἡμεῖς ἀεί κρυπτόμεθα ἀπό σοῦ,
ἐλθεῖν πρός σέ μή βουλόμενοι»25 …
1. Βλ. Α΄ Κάθισμα Ὄρθρου Κυριακῆς τῆς Πεντηκοστῆς.
2. Ὅ.π.
3. Ὅ.π., Α΄ Κάθισμα Ὄρθρου Κυριακῆς τῆς Πεντηκοστῆς.
4. Β. Τσίγκου, Δογματική τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐκδ. Ὄστρακον, Θεσσαλονίκη 2017, σελ. 323 καί: Ὁ ἀνακαινισμός τοῦ ἀνθρώπου κατά τη δογματική διδασκαλία τοῦ ἁγίου Συμεών Νέου Θεολόγου, σελ. 133 κ.ἑξ.
5. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τήν Ἁγίαν Πεντηκοστήν Λόγος Α΄, ΕΠΕ 36, 306.
6. Ἰω. 7, 39.
7. ΕΠΕ 36, 306: «Εἰ γάρ καί φύσει τό πρᾶγμα ἐπονείδιστον, ἀλλ᾿ ἐπειδή ὑπέρ τῶν φιλουμένων ἐγένετο, δόξαν αὐτό καλεῖ ὁ Χριστός».
8. Ὅ.π. σελ. 307. Τό ἐρώτημα πού ἀβιάστως προκύπτει ἐκ τῶν ἀνωτέρω, εἶναι, γιατί σήμερα, 2.000 χρόνια ἀπό τή σταύρωση τοῦ Θεανθρώπου, ὁ κόσμος βρίσκεται πάλι στήν αὐτήν καί ἔτι πλέον χειροτέρα κατάσταση τῆς ἁμαρτίας καί ἀποστασίας…
9. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τό ἅγιον καί σωτήριον βάπτισμα τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, PG 49, 368D, βλ. Ν. Ξιώνη, Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅτι καί Θεός καί ἐκ Θεοῦ κατά φύσιν, ἐκδ. Ἔννοια, Ἀθήνα 2018, σελ. 242.
10. Βασιλείου Καισαρείας, Περί Ἁγίου Πνεύματος, 19, 49, PG 32, 157 Α Β.
11. Α΄ Κορ. 12, 27.
12. Ὁμιλία πρό τῆς ἐξορίας, PG 52, 429.
13. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τήν πρός Ἐφεσίους 6, 1, PG 62, 26.
14. Ἰω. 16, 13.
15. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Ἐφεσίους 9, 3, PG 35, 409.
16. Β΄Στιχηρόν τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Πεντηκοστῆς, «Πάντα χορηγεῖ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον».
17. Βλ. Β. Τσίγκου, Θεσμική καί χαρισματική διάσταση τῆς Ἐκκλησίας, Ἡ ἑνότητα Χριστολογίας καί Πνευματολογίας στήν Ἐκκλησιολογία Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2010.
18. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἵδρυμα, διότι τό ἵδρυμα προυποθέτει ἕνα σύστημα λειτουργίας ἑντός ἑνός πλαισίου. Οὔτε ὡς ὀργανισμός μπορεῖ να νοηθεῖ ἡ Ἐκκλησία, ὅπως ὑπάρχουν οἱ ὀργανισμοί λ.χ. τῶν διαφόρων ἐπιχειρήσεων, ὅπου ἐνεργοῦνται τροποποιήσεις, ἐπενδύσεις, διαρρυθμίσεις, διαλύσεις κ.ο.κ. Ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νά νοηθεῖ ὡς ὀργανισμός Θεανθρώπινος, ὑπό τήν ἔννοια τοῦ ὀργανισμοῦ τοῦ σώματος, στό ὁποῖο ὑπάρχει κεφαλή καί μέλη, κατά τήν εἰκόνα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Εἶναι ἕνα χαρισματικό σῶμα. Στή Δύση, ἀντίθετα, ἐξαίρεται ὁ καθιδρυματικός χαρακτῆρας τῆς Ἐκκλησίας, λόγῳ τῶν προϋποθέσεων πού ἰσχύουν ἐκεῖ.
19. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Λόγος ἀποδεικτικός περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος 2, 78, Π. Χρήστου, Συγγράμματα, τόμ. 1, Θεσσαλονίκη 1962, 149.
20. Εἰς τήν Πεντηκοστήν PG 50, 459.
21. Συμεών Νέου Θεολόγου, Λόγος Ἠθικός 8, 1, SC 129, 216.
22. Β. Τσίγκου Θεσμική και χαρισματική διάσταση τῆς Ἐκκλησίας, ὅ.π., σελ. 91.
23. Β. Τσίγκου, Θεσμική καί χαρισματική διάσταση τῆς Ἐκκλησίας ὅ.π., σελ. 95.
24. Ἰωάνου Χρυσοστόμου, Περί ἀκαταλήπτου τοῦ Θεοῦ 7, 1,PG 48, 757: «Ἀλλ᾿ ὁ τῆς δικαιοσύνης ἥλιος τοῦτον ἡμῖν κατευθύνει τόν πλοῦν, και καθήμεθ ἐπί τῶν οἰάκων, οὐ ζεφύρου πνοάς ἀναμένοντες, ἀλλά τήν πραεῖαν αὔραν τοῦ Πνεύματος».
25. Συμεών Νέου Θεολόγου, Εὐχή μυστική, δι᾿ ἧς ἐπικαλεῖται τό Πνεῦμα τό Ἅγιον.